Τον Ιανουάριο του 1996 ο Κώστας Σημίτης είναι πρωθυπουργός λίγων ημερών όταν ξεσπά μία από τις πρώτες μεγάλες δοκιμασίες της συνολικά οκταετούς θητείας του. Ο λόγος είναι για την κρίση στα Ίμια, κατάσταση που έφερε την Ελλάδα και την Τουρκία στα πρόθυρα πολέμου.
Δυόμισι χρόνια μετά την κρίση στα Ίμια, ο πρωθυπουργός, Κώστας Σημίτης βρέθηκε αντιμέτωπος με άλλη μία σοβαρότατη κρίση, αυτή της εμπλοκής της Ελλάδας στο διεθνές θρίλερ με πρωταγωνιστή τον Κούρδο ηγέτη, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, ο οποίος από το 1998 έως σήμερα κρατείται στις τουρκικές φυλακές.
Επιστρέφοντας στην ελληνοτουρκική κρίση στα Ίμια, αυτή ξεσπά όταν πλοίο προσάραξε στις βραχονησίδες, με την Τουρκία να αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία στην περιοχή. Υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Σημίτη τότε ήταν ο Θεόδωρος Πάγκαλος, υπουργός Εθνικής Άμυνας ο Γεράσιμος Αρσένης και Αρχηγός ΓΕΕΘΑ ο ναύαρχος Χρήστος Λυμπέρης.
Το επεισόδιο αποκλιμακώθηκε με τη διαμεσολάβηση των ΗΠΑ, έδωσε ωστόσο την ευκαιρία στην Τουρκία να θέσει ζήτημα «Γκρίζων Ζωνών», αφήνοντας ανοιχτές πληγές στη σχέση των δύο χωρών. Χαρακτηριστική φράση του Κώστα Σημίτη οι ευχαριστίες στην τότε κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών για τη διαμεσολάβηση, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας μας.
Για την κρίση των Ιμίων και τις «γκρίζες ζώνες» έχουν γραφτεί πολλά και θα γραφτούν ακόμα περισσότερα. Το βέβαιο είναι ότι στα κρίσιμα ζητήματα του Κυπριακού, των ελληνοτουρκικών σχέσεων και της θέσης της Ελλάδας στα Βαλκάνια, η περίοδος Σημίτη απέδειξε ότι ακόμα και μία μικρή χώρα, με οργανωμένο σχέδιο και ευέλικτη τακτική, μπορεί όχι μόνο να προωθεί τα συμφέροντά της, αλλά και να διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην επίλυση διεθνών προβλημάτων.
Από τα Ίμια στον Αμπντουλάχ Οτσαλάν
Στις 21 Σεπτεμβρίου 1998 ο ηγέτης τρων Κούρδων της Τουρκίας, Αμπντουλάχ Οτσαλάν εγκατέλειψε τη Συρία προς άγνωστη κατεύθυνση, μετά τις πιέσεις που άσκησαν Αμερικανοί και Τούρκοι στη Δαμασκό για να σταματήσει να παρέχει υποστήριξη στο ΡΚΚ (Εργατικό Κόμμα Κουρδιστάν) και τον ηγέτη του. Από εκεί αρχίζει μια περιπλάνηση, η οποία καταλήγει, σχεδόν πέντε μήνες μετά, στην παράδοση και τη σύλληψή του από τους Τούρκους.
Η εμπλοκή της Ελλάδας
Στις 9 Οκτωβρίου 1998 αεροσκάφος των Συριακών Αερογραμμών προσγειώνεται στο Διεθνές Αεροδρόμιο Ελληνικού προερχόμενο από τη Δαμασκό. Οι επιβάτες του, και κυρίως ο ένας από αυτούς, ο Οτσαλάν προκαλούν αναστάτωση στην ελληνική κυβέρνηση. Ο πρωθυπουργός, Κώστας Σημίτης, αρνείται κατηγορηματικά να τον δεχτεί. Έτσι, το αεροσκάφος του Κούρδου ηγέτη ανεφοδιάζεται και αναχωρεί για τη Μόσχα.
Στις 12 Οκτωβρίου 1998 ο ηγέτης του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος αναχωρεί από τη Μόσχα για τη Ρώμη, αφού προηγουμένως έχουν γίνει πολλές μυστικές διαπραγματεύσεις με πολλές ευρωπαϊκές χώρες που αρνούνται να τον δεχτούν. Τελικά δεν παραμένει στη Ρώμη, αλλά τα ίχνη του χάνονται για σχεδόν ένα μήνα. Οι ενδείξεις, σύμφωνα με τα ΜΜΕ, συγκλίνουν στο συμπέρασμα πως εξακολουθεί να παραμένει κρυμμένος στην Αρμενία και τη Ρωσία.
Στις 12 Νοεμβρίου ο Οτσαλάν προσγειώνεται στο Αεροδρόμιο της Ρώμης, Φιουμιτσίνο και συλλαμβάνεται, από την ιταλική Αστυνομία. Αρχικά ανακοινώνεται η σύλληψή του από τον υπουργό Εξωτερικών, Λαμπέρτο Ντίνι, ως καταζητούμενου για παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου, ενώ την ίδια στιγμή στη Ρώμη και άλλες πόλεις χιλιάδες Κούρδοι διαδηλώνουν υπέρ του ηγέτη τους.
Η Τουρκία απειλεί ευθέως, πλέον, την Ιταλία με διπλωματικό επεισόδιο και ζητά την έκδοσή του, κατηγορώντας τον για θάνατο 30.000 αμάχων.
Τέσσερις μέρες μετά, στις 16 Νοεμβρίου, ξεσπά διπλωματική κρίση μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας, ενώ ο πρωθυπουργός Μάσιμο Ντ’ Αλέμα εμφανίζεται αρχικά αποφασισμένος να μην υποκύψει στις πιέσεις και κάνει σκληρή δήλωση κατά των τουρκικών παρεμβάσεων.
Στις 20 Νοεμβρίου ο Οτσαλάν, που μέχρι τότε βρίσκεται σε κατ’ οίκον περιορισμό στη Ρώμη, μπορεί πλέον να κυκλοφορεί ελεύθερος, καθώς οι ιταλικές αρχές απέρριψαν το αίτημα της Τουρκίας για έκδοση, με την αιτιολογία ότι το ιταλικό Σύνταγμα απαγορεύει την έκδοση ατόμων σε χώρα που εφαρμόζει ακόμη τη θανατική ποινή.
Η ένταση μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας κορυφώνεται. Στις 22 Νοεμβρίου η τουρκική κυβέρνηση απειλεί ευθέως με μποϊκοτάζ των ιταλικών προϊόντων αν δεν παραδοθεί ο Οτσαλάν στην Τουρκία.
Ο τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζακ Σαντέρ αντιδρά στις τουρκικές δηλώσεις και στις 24 Νοεμβρίου 1998 απειλεί με αντίποινα τους Τούρκους, αν υπάρξει μποϊκοτάζ στα ιταλικά προϊόντα. Η Γερμανία κάνει έκκληση για ενότητα. Τελικά η ένταση εκτονώνεται, ο Οτσαλάν δίνει κάποιες συνεντεύξεις, στις οποίες αφήνει αιχμές για τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης.
Από εκεί και έπειτα τις κινήσεις του Κούρδου πολιτικού καλύπτει ένα πέπλο μυστηρίου.
Κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται ή αν παραμένει στην Ιταλία, ως τις 15 Ιανουαρίου, ημέρα που αναχωρεί αιφνιδιαστικά από την ιταλική πρωτεύουσα προς άγνωστη κατεύθυνση. Ακούγονται πολλά για την επίσκεψη του στη Ρωσία, την Ελλάδα, την Αρμενία και αλλού.
Στις 29 Ιανουαρίου ο απόστρατος πλοίαρχος Π.Ν., Αντώνης Ναξάκης, σύμφωνα με δική του ομολογία, αναλαμβάνει από μόνος του χωρίς να έχει καμία έγκριση, την πρωτοβουλία να μεταφέρει τον Οτσαλάν και τους συντρόφους του στην Ελλάδα, με ιδιωτικό τζετ αεροσκάφος, από το Μινσκ της Λευκορωσίας. Ο Ναξάκης ειδοποιεί τον τότε υπουργό Εξωτερικών, Θεόδωρο Πάγκαλο, ενημερώνει εκ των υστέρων (δηλαδή μετά την παράνομη άφιξη του Οτσαλάν στη χώρα) και στη συνέχεια κρύβει τον Κούρδο ηγέτη στο σπίτι του, αφού προηγουμένως φιλοξενείται για ένα βράδυ στο σπίτι της συγγραφέως – ποιήτριας, Βούλας Δαμιανάκου, στη Νέα Μάκρη.
Στις 31 Ιανουαρίου μια νέα οδύσσεια ξεκινά για τον Κούρδο ηγέτη.
Το αεροπλάνο που τον μεταφέρει περιφέρεται και πάλι στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ζητώντας άδεια προσγείωσης από διάφορες χώρες, την οποία δεν παίρνει. Η Ολλανδία τον διώχνει, το ίδιο και η Ελβετία. Από το Μινσκ ξαναγυρίζει στην Ελλάδα για να οδηγηθεί τελικά στην Κένυα.
Στις 2 Φεβρουαρίου 1999 ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν βρίσκεται στην Κένυα και κρύβεται στην κατοικία του Έλληνα πρέσβη, Γεωργίου Κωστούλα, μαζί με τους συντρόφους του. Τον συνοδεύει και ο Έλληνας ταγματάρχης της Ε.Υ.Π. Σάββας Καλεντερίδης ως σωματοφύλακάς του.
Την ίδια μέρα η κυβέρνηση της Άγκυρας καλεί τους πρεσβευτές της Σουηδίας, της Νορβηγίας και του Βελγίου και τους ζητά να μη δεχτούν οι χώρες τους τον Οτσαλάν, ο οποίος εκείνη τη χρονική στιγμή είναι άγνωστο πού βρίσκεται.
Στις 13 Φεβρουαρίου, στην Κένυα, φτάνει ο Έλληνας δικηγόρος του Οτσαλάν, Φαήλος Κρανιδιώτης, ο οποίος συζητά με τον Κούρδο ηγέτη και τον Έλληνα πρέσβη και επιστρέφει στην Ευρώπη για να ζητήσει βοήθεια. Ο Οτσαλάν σκέφτεται να παραδοθεί στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Οι πρώτες πρωινές ώρες της 16ης Φεβρουαρίου βρίσκουν τον Κούρδο ηγέτη να μεταφέρεται με χειροπέδες, από πράκτορες της τουρκικής ΜΙΤ, στην Τουρκία με ένα ιδιωτικό αεροσκάφος. Όλα όσα έγιναν και αφορούν στη σύλληψή του παραμένουν άγνωστα. Η Άγκυρα πανηγυρίζει και στα ΜΜΕ κυκλοφορούν βίντεο της μεταφοράς του.
Παραιτήσεις Ελλήνων υπουργών
Ο Οτσαλάν μεταφέρθηκε, με την έγκριση του Θεόδωρου Πάγκαλου, στην ελληνική πρεσβεία της Κένυας και συνοδευόταν από τον αξιωματικό της ΕΥΠ, Σάββα Καλεντερίδη, ο οποίος αργότερα δέχτηκε προφορικές εντολές αμφισβητούμενης προέλευσης να τον απομακρύνει από την πρεσβεία.
Έχει υποστηριχτεί ότι οι εντολές προέρχονταν από τον Θεόδωρο Πάγκαλο, αν και ο ίδιος το αρνήθηκε. Επίσης, ο Θεόδωρος Πάγκαλος παρείχε διαβεβαιώσεις στον Έλληνα πρέσβη στην Κένυα ότι είχε εξασφαλίσει δίοδο για τον Οτσαλάν προς την Ολλανδία σε συνεργασία με τις κενυατικές αρχές, οι οποίες όμως παρέλαβαν τον Κούρδο ηγέτη από την ελληνική πρεσβεία και τον οδήγησαν σε άγνωστη κατεύθυνση, σε μία επιχείρηση ενορχηστρωμένη κρυφά από την ΜΙΤ με τη βοήθεια της CIA.
Ο υπουργός Εξωτερικών, Θεόδωρος Πάγκαλος επικρίθηκε για το γεγονός ότι δεν εξασφαλίστηκαν εγγυήσεις από τους Κενυάτες για την ασφαλή μεταφορά του Οτσαλάν στην Ολλανδία, αλλά ο ίδιος δικαιολογήθηκε λέγοντας ότι απουσίαζε τρεις μέρες από την Αθήνα και δεν παρακολουθούσε την υπόθεση.
Μετά τη σύλληψη του Οτσαλάν από τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες, προκλήθηκε πολιτική κρίση στην Ελλάδα που οδήγησε στην παραίτηση τριών υπουργών της κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη, συμπεριλαμβανομένου και του Θεόδωρου Πάγκαλου, ο οποίος θεωρήθηκε τότε πολιτικά υπεύθυνος για την αρνητική εξέλιξη της υπόθεσης.
Οι άλλοι δύο ήταν, ο υπουργός Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Αλέκος Παπαδόπουλος και ο υπουργός Δημόσιας Τάξης, Φίλιππος Πετσάλνικος.
Καταλήγοντας, η πρωθυπουργική θητεία Σημίτη, υπήρξε, σε κάθε περίπτωση, πολυτάραχη.
Αντιμετώπισε με μεγάλη ή μικρότερη επιτυχία μία σειρά από προκλήσεις, αλλά δεν απέφυγε και λάθη που οι επόμενες κυβερνήσεις βρήκαν μπροστά τους.
Πηγή: www.newsit.gr