Σε «τοξικό» μείγμα για τα δημοσιονομικά εξελίσσεται η συμφωνία της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ (24–25 Ιουνίου, Χάγη), με την Ελλάδα να καλείται να επενδύσει επιπλέον 2% του ΑΕΠ σε αμυντικές δαπάνες, ώστε να φθάσει στο νέο όριο του 5% του ΑΕΠ μέχρι το 2035, κάτι το οποίο αναμένεται να βάλει «βόμβα» στο ήδη πολύπαθο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Όπως αναφέρει το newsit.gr από τα 3% του ΑΕΠ που δαπανά η Ελλάδα για αμυντικές δαπάνες θα πρέπει να φτάσει το 5%, με τη διαφορά των 2 ποσοστιαίων μονάδων να μεταφράζεται σε +25 δισ. ευρώ, ή μέση επιβάρυνση 2,5 δισ. ευρώ/έτος για τα επόμενα 10 χρόνια.
Το πρόβλημα έγκειται και στο ότι η Ελλάδα θα έχει παραπάνω «έξοδα», στο πώς αυτά τα επιπλέον έξοδα θα «συμβαδίσουν» με το Σύμφωνο Σταθερότητας της ΕΕ, αλλά και για έναν τρίτο, καθοριστικό, παράγοντα, σε ένα πεδίο που πραγματικά «πονά» την ελληνική οικονομία.
Και αυτό γιατί, για παράδειγμα, μια χώρα όπως η Γαλλία που διαθέτει πλούσια παραγωγή αμυντικών εξοπλισμών, θα μπορεί να αναμένει πως αυτή η ραγδαία αύξηση αμυντικών δαπανών θα ενισχύσει την εγχώρια βιομηχανία και θα δώσει «πόντους» στην εθνική ανάπτυξη. Κάτι που δεν μπορεί να ισχύσει στην περίπτωση της Ελλάδας.
Τι παράγει και τι όχι η Ελλάδα;
Βάσει των αμυντικών δαπανών προηγούμενων ετών περίπου τα μισά (45%-50%) κατευθύνονται σε εξοπλισμούς, και τα υπόλοιπα σε άλλες κατηγορίες δαπανών (περιφερειακά υλικά, συντήρηση, μισθοί προσωπικού κλπ.).
Έτσι, για παράδειγμα οι συνολικές αμυντικές δαπάνες του 2024 ήταν περίπου 7 δισ. ευρώ, και εξ αυτών τα 3,2 δισ. ευρώ δαπανήθηκαν για εξοπλισμό αμυντικών συστημάτων.
Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός πως η Ελλάδα δεν παράγει τέτοια συστήματα, και είναι αναγκασμένη να τα εισάγει.
Έτσι, αν η Ελλάδα αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες της από 3% σε 5% του ΑΕΠ, δηλαδή από περίπου 7 σε 11,5 δισ. ευρώ ετησίως, και διατηρηθεί η τρέχουσα αναλογία όπου περίπου το 45–50% των δαπανών κατευθύνεται σε εξοπλισμούς –οι οποίοι είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου εισαγόμενοι– τότε οι ετήσιες εισαγωγές αμυντικού εξοπλισμού θα εκτιναχθούν από τα 3,2–3,5 δισ. ευρώ που είναι σήμερα σε τουλάχιστον 5,2–5,75 δισ. ευρώ. Δηλαδή, το εξοπλιστικό σκέλος των εισαγωγών θα αυξηθεί κατά περίπου 2-2,25 δισ. ευρώ ετησίως, επιβαρύνοντας αντίστοιχα το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, εφόσον δεν υπάρξει αντιστάθμιση από αντίστοιχες εξαγωγές ή εγχώρια παραγωγή.
Φυσικά, μένουν να ξεκαθαρίσουν οι λεπτομέρειες της συμφωνίας που ενέκρινε η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ στις 26 Ιουνίου, και ιδιαίτερα το σκέλος που αφορά στις κοινές προμήθειες, αλλά παρά την όποια ευρωπαϊκή ευελιξία, είναι σαφές ότι οι νέες απαιτήσεις οδηγούν σε εισαγωγές εξοπλισμού, με την εγχώρια βιομηχανία προς το παρόν να καλύπτει μόνο μικρό μέρος.
Πόσο θα επιβαρυνθεί το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών;
Ας σημειωθεί πως οι τρέχουσες συναλλαγές της Ελλάδας επιβαρύνονται ήδη από 85 δισ. ευρώ ετήσιες εισαγωγές αγαθών & υπηρεσιών.
Έτσι, αν η αύξηση των εισαγωγών εξοπλιστικού υλικού φτάσει τα 2–2,25 δισ. ευρώ ετησίως λόγω της ανόδου των αμυντικών δαπανών από το 3% στο 5% του ΑΕΠ, τότε η συνολική επιβάρυνση των ετήσιων εισαγωγών της Ελλάδας θα κυμανθεί μεταξύ 2,35% και 2,6%. Αυτή η επιπλέον ροή εισαγόμενου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, αν δεν αντισταθμιστεί από αντίστοιχες εξαγωγές ή εγχώρια παραγωγή, ενισχύει το εμπορικό έλλειμμα και διογκώνει το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Δεδομένου ότι οι ελληνικές εξαγωγές βρίσκονται σε πτωτική τροχιά, αλλά και το γεγονός ότι το διεθνές περιβάλλον δεν ευνοεί την αύξησή τους (εμπορικός πόλεμος, γεωπολιτική κρίση) οι προσδοκίες για αντιστάθμιση των εισαγωγών είναι πενιχρές.
Το παραπάνω σημαίνει ότι εντείνονται οι πιέσεις για ανεύρεση της αναγκαίας χρηματοδότησης.
Πού θα βρεθούν τα χρήματα;
Υπό άλλες συνθήκες, και συγκεκριμένα με βάση τα ισχύοντα στο προηγούμενο Σύμφωνο Σταθερότητας, η Ελλάδα θα είχε την δυνατότητα να «καλύψει» τις νέες ανάγκες δεδομένου ότι πλέον παράγει ισχυρά πρωτογενή πλεονάσματα (το 2024 διαμορφώθηκε στα 11,4 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου 4,8% του ΑΕΠ).
Ωστόσο, στο νέο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, η λογική μετατοπίζεται από τον στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος προς τον έλεγχο του ρυθμού αύξησης των δημοσίων δαπανών. Πλέον, σημασία δεν έχει μόνο αν μια χώρα παρουσιάζει «πλεόνασμα» ή «έλλειμμα», αλλά αν αυξάνει τις καθαρές δαπάνες της εντός των ορίων που της τίθενται από την Κομισιόν με βάση την πορεία χρέους της.
Αυτό σημαίνει πως η Ελλάδα δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει επιπλέον εξοπλιστικές εισαγωγές μέσω αύξησης των δαπανών, ακόμη κι αν έχει πρωτογενές πλεόνασμα, εκτός αν περικόψει άλλες δαπάνες (π.χ. Υγεία, Παιδεία) ή… «ελπίσει» σε νέα ευρωπαϊκή ρύθμιση, καθώς η προβλεπόμενη από τον νέο οδικό χάρτη της ΕΕ ισχύς της ρήτρας διαφυγής είναι περιορισμένη (έως +1,5% ετήσια αύξηση δαπανών). Ως εκ τούτου, η προσφυγή σε νέο δανεισμό και διόγκωση του χρέους, είναι μάλλον αναπόφευκτη…
Πηγή: www.newsit.gr