Σε δύο σημαντικές νομοθετικές πρωτοβουλίες για την υποχρεωτική ασφάλιση επιχειρήσεων και οχημάτων έναντι φυσικών καταστροφών, προχώρησε αυτές τις ημέρες η κυβέρνηση με την δημοσίευση των σχετικών ΚΥΑ.
Στόχος είναι η ενίσχυση της ανθεκτικότητας της οικονομίας και η καλύτερη διαχείριση των συνεπειών από ακραία καιρικά φαινόμενα, καθώς και ο διαμοιρασμός του οικονομικού βάρους από τις συνέπειες των φυσικών καταστροφών, έτσι ώστε να αποφευχθούν κίνδυνοι δημοσιονομικού εκτροχιασμού για το κράτος. Οι αποφάσεις θέτουν σε ισχύ την υποχρεωτική ασφάλιση για οχήματα και επιχειρήσεις από 1η Ιουνίου 2025.
Σε ό,τι αφορά την πρώτη ΚΥΑ, κάθε επιχείρηση με ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των 500.000 ευρώ υποχρεούται να ασφαλίζει το 70% της αξίας των περιουσιακών της στοιχείων (ακίνητα, εξοπλισμός, πρώτες ύλες, αποθέματα κ.ά.) για ζημιές από πλημμύρες, πυρκαγιές και σεισμούς.
Από τη ρύθμιση εξαιρούνται μεταξύ άλλων:
- Δημόσιες επιχειρήσεις και φορείς του Δημοσίου,
- Αυθαίρετες κατασκευές και υπόγειες/υποθαλάσσιες υποδομές,
- Αγροτικές εκμεταλλεύσεις και νεοσύστατες επιχειρήσεις χωρίς δηλωμένα έσοδα.
Πρόστιμο ύψους 10.000 ευρώ επιβάλλεται σε όσες επιχειρήσεις δεν συμμορφωθούν, με διπλασιασμό του ποσού αν η μη συμμόρφωση διατηρηθεί για πάνω από 30 ημέρες.
Ασφάλιση οχημάτων: Νέες απαιτήσεις για τους ιδιοκτήτες
Η δεύτερη ΚΥΑ αφορά όλους τους ιδιοκτήτες οχημάτων που έχουν ως τόπο στάθμευσης την Ελλάδα – ακόμη και αν τα οχήματα βρίσκονται σε ακινησία. Η νέα υποχρεωτική κάλυψη αφορά δασικές πυρκαγιές και πλημμύρες, και υπολογίζεται με βάση την εμπορική αξία του οχήματος.
Δεν προβλέπονται διοικητικά πρόστιμα για την έλλειψη αυτής της κάλυψης. Ωστόσο, σε περίπτωση καταστροφής, οι μη ασφαλισμένοι ιδιοκτήτες δεν θα δικαιούνται κρατική αποζημίωση, ακόμη και αν πληρούν τις λοιπές προϋποθέσεις ενίσχυσης.
Η ανάγκη για τα παραπάνω μέτρα γίνεται σαφής αν αναλογιστεί κανείς ότι το ασφαλιστικό κόστος από φυσικές καταστροφές στην Ελλάδα άγγιξε τα 968 εκατ. ευρώ την περίοδο 1993 – 2023, εκ των οποίων τα 700 εκατ. καταβλήθηκαν μόνο την τελευταία δεκαετία. Οι πλημμύρες είναι το πιο συχνό φαινόμενο, ενώ οι πυρκαγιές προκαλούν τις μεγαλύτερες μέσες ζημιές ανά περίπτωση – έως και 46.000 ευρώ ανά αίτηση αποζημίωσης.
Μεγάλες καταστροφές, όπως η πυρκαγιά στο Μάτι, ο Ντάνιελ και ο Ιανός, καταδεικνύουν τον αυξανόμενο οικονομικό κίνδυνο για πολίτες, επιχειρήσεις και ασφαλιστικό σύστημα.
Ποια είναι τα εμπόδια και τι θέλουν οι ασφαλιστικές εταιρείες
Ωστόσο, τα εμπόδια δεν είναι λίγα, καθώς λόγω της κλιματικής κρίσης, αυξάνονται και οι κίνδυνοι που οι ασφαλιστικές εταιρείες θεωρούν ως «μη ασφαλίσιμους».
Νομικά, οι ασφαλιστικές εταιρείες διατηρούν την ευχέρεια να αξιολογούν κινδύνους ως μη ασφαλίσιμους, σύμφωνα με την εσωτερική πολιτική ανάληψης κινδύνου που εφαρμόζουν, βάσει διεθνών κανονισμών και εποπτικών οδηγιών (π.χ. Solvency II).
Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι, αν για παράδειγμα ένα ακίνητο βρίσκεται σε περιοχή υψηλής επικινδυνότητας, η ασφαλιστική μπορεί είτε να αρνηθεί κάλυψη, είτε να προσφέρει υψηλό ασφάλιστρο, είτε να ζητήσει εκτεταμένα αντισταθμιστικά μέτρα (π.χ. αντιπλημμυρικές παρεμβάσεις, απομακρυσμένα υλικά).
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς, οι επιχειρήσεις αυτές οι οποίες εισπράττουν συνεχείς αρνήσεις από τις ασφαλιστικές εταιρείες στο να συνάψουν συμβόλαιο, ανέρχονται σε 4.000 περίπου, και για αυτό τον λόγο πρόσφατα η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος πρότεινε η ασφαλιστική κάλυψή τους να γίνεται μέσω συνασφάλισης με συμμετοχή και των ασφαλιστικών εταιρειών αλλά και του κράτους, έτσι ώστε να μοιράζονται το κόστος των αποζημιώσεων.
Επ’ αυτού, το οικονομικό επιτελείο συμπεριέλαβε στην ΚΥΑ ρητή πρόβλεψη ότι αν μια επιχείρηση λάβει δύο αρνήσεις από διαφορετικές εταιρείες, τεκμηριώνει ότι ο κίνδυνος δεν είναι ασφαλίσιμος στην αγορά και εξαιρείται για δύο έτη από την υποχρέωση, ενώ αποφεύγει και το πρόστιμο των 10.000 ευρώ.
Πηγή: www.newsit.gr