Σε ήπια μείωση των τιμών-στόχων για τις τέσσερις συστημικές ελληνικές τράπεζες, προχώρησε η Morgan Stanley, μετά τις συναντήσεις που είχαν αναλυτές του οίκου με τις διοικήσεις των τραπεζών, τους κυβερνητικούς αξιωματούχους και παράγοντες του κλάδου, στην Αθήνα..
Συγκεκριμένα, η τιμή στόχος για την Alpha Bank μειώνεται από την Morgan Stanley στα 2,28 ευρώ από 2,5 προηγουμένως, για την Εθνική στα 10,25 ευρώ από 10,43, για την Τράπεζα Πειραιώς στα 5,39 από 5,51 ευρώ και για την Eurobank ελαφρώς στα 2,63 από 2,66 ευρώ προηγουμένως.
Όπως σημειώνουν οι αναλυτές, ενώ οι μειώσεις των επιτοκίων διαμορφώνουν ένα πιο αντίξοο πλαίσιο για τα καθαρά έσοδα από τόκους, οι τράπεζες αναμένουν κάποια μορφής αντιστάθμιση από την ενίσχυση της πιστωτικής επέκτασης, τις προμήθειες και τα χαμηλότερα από τα αναμενόμενα beta καταθέσεων έναντι των προβλέψεων για το 2026. Ιδιαιτέρως σημαντική είναι η υψηλή δέσμευση των τραπεζών για τα επίπεδα επιστροφής κεφαλαίου και την ανταμοιβή των μετόχων.
Παράλληλα, η δυναμική της πιστωτικής επέκτασης αναμένεται να διατηρηθεί. Κατά το πρώτο φετινό εξάμηνο, η αύξηση δανείων για τις ελληνικές τράπεζες έφτασε στο 6,6% σε ετήσια βάση. Παρόλο που η αύξηση είναι μειωμένη κατά 0,6% (από τον Αύγουστο) από τα τέλη του δευτέρου τριμήνου (αύξηση 4,7% σε ετήσια βάση), αυτό πιθανόν να οφείλεται σε κάποιας μορφής εποχικότητα, δεδομένου ότι αναμένεται ανάκαμψη της αύξησης των δανείων τους επόμενους μήνες. Οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών παραμένουν βέβαιες για την επίτευξη του στόχου αύξησης δανείων στο 5% – 7% για το 2023 – 2026, σύμφωνα με το guidance.
Το pipeline παραμένει ισχυρό με τις τράπεζες να αναμένουν επιτάχυνση της αύξησης των επιχειρηματικών δανείων από το δεύτερο εξάμηνο και μετά, καθώς συνεχίζονται τα έργα που έχουν προσδεθεί στο RRF και οι επενδύσεις στη χώρα. Οι εταιρικές χορηγήσεις αναμένεται να συνεχίζουν να αποτελούν το βασικό «μοχλό» ανάπτυξης, με «πράσινες» τάσεις στα καταναλωτικά δάνεια.
Οι διοικήσεις των τραπεζών στοχεύουν στην υιοθέτηση μιας πιο ψηφιακής, βασισμένης στα δεδομένα προσέγγισης για την προώθηση των καταναλωτικών δανείων. Η κάμψη στα στεγαστικά δάνεια αναμένεται να συνεχιστεί (από τις αρχές του έτους, τα στεγαστικά δάνεια μειώθηκαν κατά 4,1%), αν και αναμένουν ότι ο ρυθμός μείωσης θα επιβραδυνθεί.
Συνολικά, οι συναντήσεις των αναλυτών με τις τράπεζες υπέδειξαν περισσότερες δυνατότητες για ανοδική αναθεώρηση στην αύξηση των δανείων το 2024 – 2026 παρά για καθοδική. Την ίδια στιγμή η αγορά των NPEs και των τμημάτων που εξυπηρετείται αποτελεί μια μεσοπρόθεσμη ευκαιρία για τις τράπεζες.
Παράλληλα, η ευαισθησία των καθαρών εσόδων από τόκους αποτελεί κεντρικό ζήτημα για τις ελληνικές τράπεζες, καθώς κάθε μείωση κατά 25 μονάδες βάσης να αναμένεται να έχει αρνητική επίδραση της τάξεως του 0,8% – 1,7%, σύμφωνα με το guidance των τραπεζών.
Μολονότι οι διοικήσεις αναγνωρίζουν ότι το 2024 αποτέλεσε το σημείο κορύφωσης για τα καθαρά έσοδα από τόκους, ανέφεραν αντισταθμιστικούς παράγοντες όπως: i) μεγαλύτερη από την αναμενόμενη αύξηση των δανείων, ii) η δυναμική των εσόδων από προμήθειες στη βάση της μετατόπισης τμήματος καταθέσεων προς το asset management, της αυξημένης διείσδυσης προϊόντων όπως το bancassurance και τα υψηλότερα έσοδα από προμήθειες στο πεδίο των δανείων και των συναλλαγών. iii) τα διάφορα hedging, με αύξηση των χαρτοφυλακίων ομολόγων κατά τη διάρκεια των υψηλότερων επιτοκίων και iv) τα χαμηλότερα από τα προβλεπόμενα beta καταθέσεων για το 2026.
Πηγή: www.newsit.gr