Μηδαμινές είναι οι περιβαλοντικές επενδύσεις στην Ελλάδα, παρά τις γιγάντιες οικονομικές απώλειες από την κλιματική κρίση ενώ τα δημόσια έσοδα από τους πράσινους φόρους έχουν φτάσει στα ύψη.
Πιο συγκεκριμένα, οι επενδύσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης παραμένουν από τις χαμηλότερες στην ΕΕ, ενώ οι οικονομικές απώλειες από φυσικές καταστροφές – πυρκαγιές, πλημμύρες και ακραία καιρικά φαινόμενα – αυξάνονται δραματικά. Αυτό το παράδοξο ανέδειξε χθες (2.9.2025) η επιστημονική συνεργάτιδα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, Ελένη Γκρίνγουδ, κατά την παρουσίαση της ετήσιας έκθεσης του Ινστιτούτου με θέμα “Πράσινη Μετάβαση και μικρές επιχειρήσεις”.
Στην Ελλάδα, τα έσοδα από περιβαλλοντικούς φόρους προέρχονται από τέσσερις πηγές: την ενέργεια, τις μεταφορές, τη ρύπανση και την κατανάλωση φυσικών πόρων. Ωστόσο, στην Ελλάδα η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των πόρων συγκεντρώνεται από φόρους στην ενέργεια, σε ποσοστά μάλιστα διπλάσια σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αντίθετα, οι φόροι που σχετίζονται με τις μεταφορές ή τη ρύπανση είναι σχεδόν αμελητέοι. Ουσιαστικά, φόροι για τη ρύπανση άρχισαν να υφίστανται μόλις τα τελευταία χρόνια, με την επιβολή τέλους πλαστικής σακούλας και τέλους ανακύκλωσης 0,08 ευρώ για τα προϊόντα που περιέχουν συσκευασίες από πολυβινυλοχλωρίδιο (PVC).
Η εξήγηση για τα υψηλά αυτά έσοδα, όμως, δεν βρίσκεται σε μια στρατηγική πράσινης πολιτικής, αλλά στην ενεργειακή κρίση. Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι τιμές της ενέργειας και των καυσίμων εκτοξεύτηκαν. Ενώ πολλές μεγάλες χώρες της Ευρώπης μείωσαν τους φόρους για να στηρίξουν τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, στην Ελλάδα η φορολογία παρέμεινε σταθερή και υψηλή, με αποτέλεσμα τα δημόσια ταμεία να γεμίσουν, την ώρα που η κοινωνία βρέθηκε αντιμέτωπη με μια πρωτόγνωρη ενεργειακή φτώχεια.
Κι ενώ οι φόροι αυξάνονται, οι επενδύσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης παραμένουν απογοητευτικά χαμηλές. Την περίοδο 2014–2023, η Ελλάδα βρίσκεται πολύ πίσω από την πλειοψηφία των χωρών της ΕΕ. Το 2023, η χώρα επένδυσε μόλις το 0,17% του ΑΕΠ της, τη στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ανήλθε στο 0,55%. Η διαφορά μάλιστα παραμένει σταθερή, με εξαίρεση το 2020, όπου υπήρξε μια τεχνητή σύγκλιση όχι μόνο λόγω της πτώσης του ΑΕΠ κατά 9 έως 10 μονάδες και της μείωσης του τουρισμού από την πανδημία, αλλά και της έναρξης των ευρωπαϊκών προγραμμάτων ανάκαμψης. Σε επίπεδο ιδιωτικών επενδύσεων, η εικόνα είναι ακόμα πιο δυσοίωνη, με την Ελλάδα να καταγράφει μόλις 0,1% του ΑΕΠ, από τα χαμηλότερα ποσοστά στην ΕΕ.
Την ίδια στιγμή, η χώρα φαίνεται να δαπανά υπέρογκα ποσά για την περιβαλλοντική προστασία. Το 2023, η Ελλάδα κατέγραψε κρατικές δαπάνες στο 1,5% του ΑΕΠ της, υπερδιπλάσιες του ευρωπαϊκού μέσου όρου που είναι στο 0,8%. Ωστόσο, πίσω από αυτά τα νούμερα κρύβεται μια ακόμη αντίφαση: το 60% αυτών των πόρων αφορά αποκλειστικά τη διαχείριση αποβλήτων, σε έναν τομέα που εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από παράνομες χωματερές και διαρκή πρόστιμα από τις Βρυξέλλες. Στην ουσία, η Ελλάδα ξοδεύει πολλά σε καθαρισμούς και διαχείριση αποβλήτων, αλλά επενδύει ελάχιστα σε προληπτικά μέτρα και καινοτόμες λύσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, σύμφωνα με την κ. Γκρίνγουδ.
Οι οικονομικές απώλειες από τα ακραία καιρικά φαινόμενα, εξάλλου, αποτυπώνουν το έλλειμμα πολιτικής. Το 2019, το κόστος ανά κάτοικο ανερχόταν σε 27 ευρώ και το 2020 εκτοξεύτηκε στα 105 ευρώ λόγω των πυρκαγιών στην Εύβοια και του κυκλώνα «Ιανός». Το 2022 σημείωσε προσωρινή υποχώρηση στα 2 ευρώ, για να εκτιναχθεί εκ νέου το 2023 στα 372 ευρώ ανά κάτοικο εξαιτίας των πλημμυρών στη Θεσσαλία από την καταιγίδα Daniel.
Πηγή: www.newsit.gr