Σήμερα (8.11.2024) στην συνάντηση κορυφής στην Βουδαπέστη, μεταξύ των κειμένων που βρίσκονται στα χέρια των ηγετών της Ε.Ε. προς έγκριση υπάρχει ένα με μία παράγραφο που αναφέρει συγκεκριμένα ότι οι χώρες της Ευρώπης «θα διερευνήσουν την ανάπτυξη νέων μέσων» για την προσέλκυση χρηματοδότησης για μελλοντικές ανάγκες.
Το έγγραφο δεν προσδιορίζει το τι και πως θα γίνει αυτό, πως δηλαδή θα γίνει η προσέλκυση για «νέα κεφάλαια» που θα καλύψουν το τεράστιο επενδυτικό κενό του ευρωπαϊκού μπλοκ. Αλλά και μόνο η αναφορά του επισημοποιεί το μεγαλύτερο μέχρι στιγμής πρόβλημα για την οικονομία της Ευρωζώνης, την μεγάλη φυγή κεφαλαίων από την Ε.Ε. προς τις ΗΠΑ. Το επενδυτικό κενό αυξάνεται ραγδαία σε όλα τα επίπεδα.
Η εκλογή του Τραμπ έρχεται να επιβεβαιώσει την τάση αυτή και να την ισχυροποιήσει για δύο βασικούς λόγους.
Ο ένας έχει να κάνει με το γεγονός ότι η «maganomics» του νέου προέδρου σύμφωνα με τις καταγεγραμμένες πλέον εκτιμήσεις των αγορών οδηγούν σε σχετικά μεγαλύτερο πληθωρισμό και σε υψηλότερη «προστασία» των κεφαλαίων που ενεργούν στο εσωτερικό των ΗΠΑ.
Μείωση της φορολογίας επιχειρήσεων και ραγδαία αύξηση δασμών τροφοδοτεί υπό τις παρούσες συνθήκες την ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων. Εξού και το γεγονός της σταθερής αύξησης των αποδόσεων των ομολόγων στις ΗΠΑ που λειτουργεί σαν «μαγνήτης» προσέλκυσης κεφαλαίων από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και κυρίως την Ευρωζώνη.
Οι επενδυτές στην ομολογιακή αγορά των ΗΠΑ θεωρούν ήδη ότι «η νέα κυβέρνηση θα μπορούσε να προκαλέσει πληθωρισμό και μεγαλύτερα ομοσπονδιακά ελλείμματα». Οι υψηλότερες αποδόσεις υποδηλώνουν ότι οι αγοραστές ομολόγων απαιτούν από τώρα μεγαλύτερες αποδόσεις για να προστατεύσουν τις επενδύσεις τους.
Ήδη στην χθεσινή ανακοίνωση της απόφασης της Fed για μείωση των επιτοκίων κατά 0,25% υπάρχει μία «αλλαγή» στις διατυπώσεις της, η οποία υποστηρίζει αυτή την εκτίμηση. Αφαιρέθηκε η φράση που υπήρχε σε όλες τις προηγούμενες ανακοινώσεις περί της βεβαιότητας συνέχισης της πτώσης του πληθωρισμού στο 2%…
Ταυτόχρονα η δημοσιονομική πολιτική Τραμπ δεν έχει την παραμικρή σύναψη προθέσεων για μείωση ή έστω συγκράτηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων με τα οποία τροφοδοτείται και επί Μπάιντεν η ισχυρότερη αναπτυξιακή πορεία των ΗΠΑ έναντι της Ευρωζώνης. Και αυτό ανεξάρτητα από τις συνέπειες στην συνέχιση διόγκωσης του χρέους. Ήδη η εξυπηρέτηση του χρέους σε ετήσια βάση αγγίζει το ένα τρισ. δολάρια για το 2024 σε ένα συνολικό χρέος που αγγίζει πλέον τα 36 τρισ. δολάρια.
Η δυνατότητα να «περπατάει» η αμερικάνικη οικονομία με ένα τέτοιο συνδυασμό συνθηκών, οφείλεται στο γεγονός ότι είναι ο «εκδότης» του παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, του δολαρίου. Το νόμισμα δηλαδή στο οποίο εκδίδεται χωρίς περιορισμούς το αμερικάνικο δεκαετές ομόλογο, ήτοι το πλέον ευπώλητο, ασφαλές και αποδοτικό επενδυτικό asset στον πλανήτη, από τις αρχές της δεκαετίας του ‘80 μέχρι σήμερα.
Μπορεί αυτή η «τάση» να ανατραπεί; Ασφαλώς και μπορεί αλλά όχι με ότι υπάρχει αυτή την στιγμή στο τραπέζι της διεθνούς Οικονομίας και ειδικά στο πολιτικό και οικονομικό σύστημα των ΗΠΑ.
Τι μπορεί να το ανατρέψει; Ασφαλώς οι ανεξέλεγκτες γεωπολιτικές αναταραχές οι οποίες θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό από τις επιλογές Τραμπ. Και όχι από εκείνες της Ευρωζώνης.
Όσον αφορά δε την Ευρωζώνη καθαυτή, η επισημοποίηση της διαπίστωσης έλλειψης κεφαλαίων από τις πολιτικές ηγεσίες της Ε.Ε. θέτει στο τραπέζι ένα τεράστιο δίλημμα.
Θα αναζητήσει η Ε.Ε. την διέξοδο στην έκδοση αμοιβαίου χρέους (ευρωομόλογα) ή θα ακολουθήσει ένας κατακερματισμός των ευρωπαϊκών δυνάμεων με στόχο το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω…»;
Και τι ακριβώς θα σημαίνει μία τέτοια προοπτική για την Ευρωζώνη; Η Γερμανία με τα υπάρχοντα στοιχεία αποδεικνύεται ότι τα τελευταία χρόνια και ειδικά μετά την εκλογή Σολτς (σύμφωνα με το Bloomberg) αποτελεί το βασικό πεδίο απώλειας επενδυτικών κεφαλαίων με σταθερή διαρροή προς τις ΗΠΑ.
Θα αποδεχθεί το Βερολίνο και η Φρανκφούρτη (Bundesbank) μία ανατροπή της μέχρι σήμερα θέσης της για το ευρω-χρέος ή θα αναζητήσει μια δική της διέξοδο; Και προς τα πού θα την αναζητήσει, προς τις ΗΠΑ ή προς την Κίνα; Αυτές οι δύο περιοχές αποτελούν τον ζωτικό χώρο της οικονομίας της.
Ο Τραμπ στην Ουάσιγκτον είναι περισσότερο από βέβαιο ότι ανεξάρτητα από το τι θα κάνει με την Ουκρανία και την Ρωσία, θέτει ήδη όλους τους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ μπροστά στο δίλημμα «ή Κίνα ή ΗΠΑ»…
Αυτοί οι δύο παράγοντες, το δολάριο και η γεωπολιτική προοπτική, αποτελούν έτσι κι αλλιώς δύο ερωτήματα απέναντι στα οποία η Ευρωζώνη και το Ευρώ δεν έχουν έτοιμες και πειστικές απαντήσεις. Ειδικά το Βερολίνο.
Αλλά το Βερολίνο είναι η μία από τις δύο «καρδιές» της ύπαρξης του Ευρώ.
Η άλλη στο Παρίσι έχει κι αυτή τα ίδια διλήμματα. Αλλά διαφέρουν πολύ οι απαντήσεις της…
Πηγή: www.newsit.gr