Σημαντικές είναι οι ταινίες που βγαίνουν από σήμερα στα σινεμά και είναι όλα δείχνουν ότι θα προσελκύσουν πολλούς φίλους του κινηματογράφου.
Μία από τις καλύτερες ταινίες των τελευταίων χρόνων, ένα διαμάντι από την Ινδία, το δραματικό «Όλα Όσα Φανταζόμαστε ως Φως» της εκπληκτικής Παγιάλ Καπάντια, αλλά και το ελκυστικό βιογραφικό δράμα, για τον Μπομπ Ντίλαν «A Complete Unknown», με τον Τίμοθι Σαλαμέ κάνουν πρεμιέρα απόψε στα σινεμά.
Το ενδιαφέρον τους έχουν και τα φιλμ «Και η Γιορτή Συνεχίζεται», του γνώριμου Ρομπέρ Γκεντιγκιάν, «Αρκάντια» του Γιώργου Ζώη και «Συγχώρεση» του Ισραηλινού Ούντι Αλόνι. Επίσης, προβάλλονται η ταινία τρόμου «Λυκάνθρωπος» του Λι Γουανέλ και το ελληνικό ντοκιμαντέρ «Στην Κόψη του Ξυραφιού».
Όλα Όσα Φανταζόμαστε ως Φως
(“All We Imagine as Light”) Δραματική ταινία, ινδικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Παγιάλ Καπάντια, με τους Κάνι Κουσρούτι, Ντίβια Πράμπα, Τσχάγια Κάνταμ, Χρίντου Χαρούν, Αζίς Νεντουμάνγκατ κα.
Το διαμάντι όσο και να θες να το κρύψεις αυτό θα λάμψει και μαζί του θα δεις «όλα όσα φανταζόμαστε ως φως». Ο λόγος για το κινηματογραφικό διαμάντι της Παγιάλ Καπάντια, που προκλητικά αγνοήθηκε από την κριτική επιτροπή του φεστιβάλ των Καννών για τον Χρυσό Φοίνικα και η ινδική κυβέρνηση δεν την πρότεινε για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, για ευνόητους λόγους.
Η Καπάντια, σε αυτή τη δεύτερη ταινία της και πρώτη μυθοπλασίας, θα μας μαγέψει με τις εικόνες της, το θαυμαστό σενάριό της, τη λυρική αφηγηματική της δύναμη, την απλότητά της, βαδίζοντας με αυτοπεποίθηση στα χνάρια του μέγα Σατιατζίτ Ράι, αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά ότι αν έχουμε να περιμένουμε πραγματικά κάτι φρέσκο και ξεχωριστό από το σινεμά, αυτό θα έρθει από την Ανατολή. Ένα έργο που, ακόμη και οι μυημένοι, θα μείνουν έκπληκτοι από τη ματιά της νεαρής Ινδής σκηνοθέτιδας, την τόλμη της να αγνοήσει τα δυτικότροπα μοτίβα, τα κυρίαρχα ρεύματα της επιτυχίας, τη βιασύνη και τον εντυπωσιασμό, καταφέρνοντας να μας μεταφέρει σε έναν κόσμο καλύτερο, τη διατήρηση μίας ελπίδας που δεν είναι χαζοχαρούμενη, αλλά πηγάζει από τον στοχασμό, τον αυθεντικό ανθρωπισμό και τη συνύπαρξη του ρεαλιστικού με το μεταφυσικό.
Η τεράστια αγορά, άστατη, ρυπαρή και γεμάτη θλίψη έχει κλείσει, τα γραφεία σχόλασαν, εκατομμύρια άνθρωποι συνωθούνται στα μέσα μεταφοράς. Διαφορετικές φωνές στους πολυσύχναστους νυχτερινούς δρόμους του Μουμπάι, μεταφέρουν τα βάσανα και τα όνειρά τους στην ατμόσφαιρα ενός πολύβουου χάους, της μεγαλούπολης των 20 εκατομμυρίων κατοίκων. Και όταν ο θόρυβος κοπάσει, η κάμερα της Καπάντια θα σκύψει με τρυφερότητα πάνω σε τρεις γυναίκες, διαφορετικών γενεών, που εργάζονται σε ένα νοσοκομείο. Η εκπληκτική εκκίνηση της ταινίας θα δώσει μία γεύση του τι θα ακολουθήσει. Ένα φιλμ που θέλεις να πιεις μέχρι την τελευταία σταγόνα, άλλες φορές γουλιά γουλιά και άλλες μονορούφι.
Η Πράμπα, γύρω στα 45, δουλεύει ως νοσοκόμα σε ένα νοσοκομείο. Είναι εσωστρεφής, αξιοπρεπής, ευγενική, χωρίς να δίνει δικαιώματα, ούτε καν σε έναν ξενόφερτο γιατρό που μοιάζει να την έχει ερωτευθεί. Ο λόγος, στο ότι έχει παντρευτεί με προξενιό έναν άντρα που έφυγε για τη Γερμανία, υποσχόμενος ότι θα την καλέσει σύντομα κοντά του. Όμως, αυτό δεν συνέβη ποτέ και το ζευγάρι επικοινωνεί όλο και πιο λίγο, έχοντας αποξενωθεί. Η Πράμπα στο νοσοκομείο συνεργάζεται με τη νεαρή Ανού, μία νεότερη ατίθαση, παρορμητική και ερωτική κοπέλα που έχει σκανδαλίσει τους συναδέλφους της, καθώς βγαίνει ραντεβού, χωρίς να το κρύβει, με τον Σιάζ, που είναι μουσουλμάνος και καλό παλικαράκι. Η Πράμπα και η Ανού μοιράζονται το ίδιο διαμέρισμα, αλλά και όχι τις ίδιες πεποιθήσεις, καθώς η πρώτη θεωρεί την Ανού επιπόλαια και εγωίστρια και η δεύτερη την Πράμπα συντηρητική και συμβιβασμένη. Στην παρέα και η ηλικιωμένη γειτόνισσα Παρβάτι, που απειλείται με έξωση, μετά τον θάνατο του άντρα της. Όταν η Παρβάτι αποφασίσει να γυρίσει πίσω στο πατρικό της σπίτι, σε ένα παραθαλάσσιο χωριό, θα την ακολουθήσουν και οι δυο φίλες της, για να περάσουν μερικές ανέμελες μέρες μαζί. Μακριά από την πολύβουη μεγαλούπολη και γοητευμένες από την ομορφιά και την απλότητα της φύσης, οι τρεις γυναίκες θα σχεδιάσουν τη ζωή και το μέλλον τους.
Το φιλμ δεν είναι ένα μαχητικό φεμινιστικό μανιφέστο, που αναδεικνύει τα αδιέξοδα και την καταπίεση που αντιμετωπίζουν καθημερινά οι γυναίκες στην Ινδία και κυρίως, εκείνες των φτωχότερων τάξεων, που βάλλονται περισσότερο από το οικονομικό νεοκαπιταλιστικό σύστημα της τεράστιας αναπτυσσόμενης χώρας. Είναι ένα υπόκωφο εσωτερικό δράμα, εξετάζοντας πανανθρώπινα ζητήματα, με σαφήνεια και διακριτικότητα, μέσα από τα μικρά και καθημερινά και τις τρεις ηρωίδες του, που ερμηνεύουν υποδειγματικά οι πρωταγωνίστριες.
Μαγική ταινία και συνάμα μία απίστευτη μελέτη χαρακτήρων, που η φυσικότητά τους κλέβει καρδιές. Σκηνοθεσία που δίνει με την ακρίβειά της την αίσθηση ακριβούς χορογραφίας, διαλόγους που εντυπώνονται στη συνείδηση και σιωπές που συνταράσσουν. Η Καπαντία, που δείχνει μία απίστευτη σκηνοθετική δεξιοτεχνία και μία απίστευτη αφηγηματική χάρη, τόσο στη ρεαλιστική απεικόνιση του κόσμου που περιβάλλει τις τρεις γυναίκες, όσο και στο ονειρικό ταξίδι απελευθέρωσης από τα δεσμά τους, δημιουργεί μία σαγηνευτική ατμόσφαιρα, στα όρια του μυστικιστικού, με αποκορύφωμα την τρίτη πράξη και τη γλυκιά σπίθα ελπίδας του φινάλε.
Μία υπέροχη ταινία, από τις καλύτερες των τελευταίων χρόνων, για την οποία θα ήταν υπερήφανος και ο Σατιατζίτ Ράι, που θα έβλεπε ότι η κινηματογραφική του κληρονομιά αποτελεί ακόμη και σήμερα οδηγό για ένα σπουδαίο σινεμά, άξιο να συγκαταλέγεται ανάμεσα στις τέχνες.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η ιστορία τριών γυναικών, διαφορετικών γενεών, στη σύγχρονη Ινδία, που τις ενώνουν τα προβλήματα της μεγαλούπολης του Μουμπάι, της ζωής και της ανδροκρατούμενης κοινωνίας.
A Complete Unknown
(“A Complete Unknown”) Βιογραφική δραματική ταινία εποχής, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Τζέιμς Μάνγκολντ, με τους Τίμοθι Σαλαμέ, Μόνικα Μπαρμπάρο, Ελ Φάνινγκ, Έντουαρντ Νόρτον, Μπόιντ Χόλμπρουκ κα.
Ακόμη μία, από τις, αμέτρητες πλέον, δραματοποιημένες βιογραφίες διάσημων καλλιτεχνών, αυτή τη φορά με την υπογραφή του έμπειρου Τζέιμς Μάγκολντ («Ο Ιντιάνα Τζόουνς και ο Δίσκος του Πεπρωμένου», «Κόντρα σε Όλα», «Λόγκαν») που πριν από 20 χρόνια είχε παρουσιάσει το ενδιαφέρον «Walk the Line», για τον Τζόνι Κας.
Τώρα, ήρθε η ώρα της βιογραφίας του Μπομπ Ντίλαν, ενός θρύλου της αμερικάνικης ροκ μουσικής σκηνής, ενός σχεδίου που είχε στο μυαλό του ο Μάνγκολντ από το 2020 και λόγω της πανδημίας πήγε πίσω, αλλά μάλλον δικαιώνει σκηνοθέτη, παραγωγούς και πρωταγωνιστή, καθώς η μέχρι τώρα πορεία της θεωρείται πετυχημένη, με πολλές διακρίσεις και τέσσερις κορυφαίες υποψηφιότητες στις Χρυσές Σφαίρες.
Παρότι ο Μάνγκολντ, πατά, για μια ακόμη φορά, στην πεπατημένη και σε ασφαλείς αφηγηματικούς δρόμους, αποφεύγοντας τις κοφτερές γωνίες που κρύβει η βιογραφία ενός αντισυμβατικού θρύλου της μουσικής, θα καταφέρει να παραδώσει και πάλι μία αξιοπρεπή ταινία του είδους, χωρίς να ξεπέφτει σε αγιοποιήσεις ή σύνοψη της Wikipedia, μεταδίδοντας μια σαφή εικόνα για τον Ντίλαν και φυσικά, προσφέροντας πολλά κλασικά τραγούδια του.
Η μουσική πορεία του Μπομπ Ντιλαν, από το 1961 όταν μετακομίζει από τη Μινεσότα για τη Νέα Υόρκη, προκειμένου να συναντήσει το είδωλό του, τον Γούντι Γκάθρι, τη ραγδαία άνοδό του, τη σχέση του με την Τζόαν Μπαέζ, τις αντιπαραθέσεις για την καλλιτεχνική του ελευθερία και το προσωπικό είδος μουσικής του και την απογείωσή του το 1965, έπειτα από την εμφάνισή του στο Newport Folk Festival.
Καλοβαλμένη βιογραφική ταινία, που, εκτός από τα αθάνατα τραγούδια τού τότε ανήσυχου τραγουδοποιού, δίνει και μία αίσθηση γνωριμίας μαζί του, άλλες φορές διεισδύοντας στον χαρακτήρα του και άλλες αρκούμενος σε μία εξωτερική απεικόνιση του ειδώλου, ενώ το ενδιαφέρον τους έχουν οι σχέσεις του με τις δυο γυναίκες της ζωής του εκείνης της εποχής, την Τζόαν Μπαέζ – ένα ακόμη θρυλικό όνομα της μουσικής – και την πρώτη του σύζυγο Σιλβί Ρούσο. Ένα ερωτικό τρίγωνο που ο σκηνοθέτης αντιμετωπίζει τις δυο γυναίκες ως δορυφόρους της ιδιοφυΐας του Ντίλαν, παρά τις αναφορές για την καλλιτεχνική φιλοδοξία της Ρούσο και την καταξίωση της Μπαέζ, ως αστέρι της ποπ μουσικής.
Σημαντικό ρόλο παίζουν και οι Γκάθρι – Κας, ενώ για τον Ντίλαν επιφυλάσσει μία προσεγμένη προσέγγιση όταν βρίσκεται στα κάτω του, ενώ μάλλον είναι λιγότερο αποτελεσματικός όταν ζει στην ένταση και ξεφεύγει με την αλαζονεία του. Εντάξει, τα κλισέ δεν λείπουν από το φιλμ, καθώς εν αντιθέσει με την τολμηρότητα του Ντίλαν, το σενάριο που είχε μπροστά του ο Μάνγκολντ δείχνει αρκετά άτολμο και αφήνει κενά για τις γκρίζες περιοχές του χαρακτήρα του και των καταστάσεων που έζησε.
Ο Σαλαμέ, δεν αρκείται μόνο στην εμφανισιακή ομοιότητα ή στην κινησιολογία των ερμηνειών, είναι εμφανές ότι έχει δουλέψει αρκετά και τελικά φτάνει σε ένα καλό επίπεδο ερμηνείας, αν και ορισμένες φορές δείχνει ότι το πνεύμα και οι εσωτερικές αγωνίες του Ντίλαν δεν περνούν κάτω από το δέρμα του νεαρού ηθοποιού.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Στη μουσική σκηνή της Νέας Υόρκης, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, εμφανίζεται ο 19χρονος Μπομπ Ντίλαν που θα σημειώσει μία ραγδαία άνοδο η καριέρα του. Ο νεαρός Ντίλαν θα γεμίσει ασφυκτικά τις αίθουσες συναυλιών, ενώ θα απογειωθεί με την εμφάνισή του στο Newport Folk Festival το 1965.
Και η Γιορτή Συνεχίζεται…
(“Et la Fete Continue!”) Δραματική κομεντί, γαλλικής και ιταλικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Ρομπέρ Γκεντιγκιάν, με τους Αριάν Ασκαρίντ, Ζαν-Πιερ Νταρουσάν, Ζεράρ Μεϊλάν κα.
Ο Ρομπέρ Γκεντιγκιάν, γνωστός και ως «ο σκηνοθέτης της Μασσαλίας», στρέφει για μια ακόμη φορά την κάμερά του προς την αγαπημένη του γενέθλια πόλη, εμπιστευόμενος και πάλι τους στενούς συνεργάτες του, την Αριάν Ασκαρίντ και Ζαν – Πιέρ Νταρουσάν, για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, για να υφάνει, με τη γνώριμη ευαισθησία του, ιστορίες αγάπης, ανθρωπιάς και συντροφικότητας.
Ο Γκεντιγκιάν («Η Ελπίδα του Κόσμου», «Τα Χιόνια του Κιλιμάντζαρο»), φωτίζει με τα ζεστά μεσογειακά χρώματα την αλληλεγγύη της εργατικής τάξης, τη δύναμη, που πηγάζει από μία μεσόκοπη γυναίκα, την ηρωίδα του, που παρά την πτώση των ψευδαισθήσεων για έναν ουτοπικό κόσμο, πιστεύει ότι ο αγώνας θα πρέπει να συνεχιστεί, παραδίδοντας ένα μανιφέστο ενάντια σε κάθε μορφή παραίτησης.
Η Ρόζα, μία 60χρονη γυναίκα, λίγο πριν από τη συνταξιοδότησή της, παραμένει η ψυχή μιας λαϊκής γειτονιάς στη Μασσαλία, μοιράζοντας την αστείρευτη ενέργειά της, μεταξύ της οικογένειας, της εργασίας της ως νοσοκόμας και της πολιτικής δράσης της, με στόχο να βοηθάει τους αδύναμους.
Αφήνοντας πίσω της το αίσθημα της «αποστράτευσης», παραμένοντας μόνο ως μία γιαγιά, θα γνωρίσει έναν συνομήλικό της και θα συνειδητοποιήσει, με την ενθάρρυνση των ανθρώπων της ότι δεν είναι αργά για να πραγματοποιήσει τα όνειρά της.
Οι καλές προθέσεις και η τρυφερή ματιά του Γκεντιγκιάν συναντούν και πάλι, μέσα από μία οικογενειακή ιστορία, το πολιτικό σινεμά, με τις έντονες παρατηρήσεις για έναν κόσμο που προσπαθεί να τα βγάλει πέρα, με χίλιες δυο δυσκολίες, έχοντας μόνο ως όπλο τη συντροφικότητα, τη βούληση να μάχεται. Σε μια πόλη, ένα λιμάνι σαν τη Μασσαλία, που έχει χάσει σε μεγάλο βαθμό την ταυτότητά της, μεταλλασσόμενη σε έναν ελκυστικό τουριστικό προορισμό.
Μελαγχολικός αλλά όχι και παραιτημένος, ο 70χρονος σκηνοθέτης, τοποθετεί την ηρωίδα του ως ένα έμβλημα αγώνα, φορτίζοντας συγκινησιακά τις εικόνες του, αφημένος πολλές φορές σε ένα απλοϊκό μελόδραμα, που παρά ταύτα, θα αγγίξει τον θεατή, καθώς αποδεικνύει ότι παραμένει ένας ονειροπόλος, που δεν το βάζει κάτω.
Έξοχη η Αριάν Ασκαρίντ στον πρωταγωνιστικό ρόλο, για μια ακόμη φορά, όπως και ο Ζαν Πιέρ Νταρουσάν, με τη νατουραλιστική ερμηνεία του, ενώ και το υπόλοιπο καστ, μέλη του οποίου είναι μόνιμοι συνεργάτες του σκηνοθέτη, πλαισιώνει ικανοποιητικά το πρωταγωνιστικό ζευγάρι.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Ρόζα, λίγο πριν από τη συνταξιοδότησή της, παραμένει η ψυχή μιας λαϊκής γειτονιάς στη Μασσαλία, μοιράζοντας την αστείρευτη ενέργειά της, μεταξύ της οικογένειας, της εργασίας της και της πολιτικής δράσης της, με στόχο τη βοήθεια των αδυνάτων. Μήπως όμως, είναι ώρα να κάνει τα όνειρά της πραγματικότητα;
Αρκάντια
(“Arcadia”) Δραματική ταινία μυστηρίου, ελληνικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Ζώη, με τους Γιώργο Μουρίκη, Αγγελική Παπούλια, Έλενα Τοπαλίδου, Νικόλας Παπαγιάννης, Βαγγέλης Ευαγγελινός, Αστέρης Ρημαγμός, Ευαγγελία Ανδρεαδάκη κα.
Ο Γιώργος Ζώης, οχτώ χρόνια έπειτα από το ντεμπούτο του με το αλληγορικό «Interruption», δείχνει αρκετά πιο ώριμος και έτοιμος να διαχειριστεί μία ταινία απαιτήσεων, αφομοιώνοντας με αυτοπεποίθηση τις κινηματογραφικές του επιδράσεις και δημιουργώντας μία μαγική σύνδεση φαντασμάτων και ζωντανών, παραδίδοντας ένα ερεβώδες και ταυτόχρονα τρυφερό φιλμ.
Έχοντας δυο πρωταγωνιστές, Μουρίκη και Παπούλια, που αναπτύσσουν μία ιδιαίτερη χημεία και φόντο την ελληνική επαρχία, θα αφηγηθεί με πρωτότυπο τρόπο, ενδεχομένως και παρακινδυνευμένο, την τραυματισμένη σχέση ενός ζευγαριού, αποκαλύπτοντας μεθοδικά πώς προέκυψε η βλάβη μεταξύ τους, αλλά και με ποιον τρόπο μπορεί να διορθωθεί αυτή.
Το ψυχολογικό δράμα μυστηρίου και φαντασίας του Ζώη, που διαθέτει ένα συζητήσιμο αφηγηματικό εύρημα, αλλά διατηρεί το ενδιαφέρον της μέχρι τέλους, έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο τμήμα Encounters του φεστιβάλ Βερολίνου, κέρδισε το βραβείο FIPRESCI στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και το βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ του Σεράγεβου.
Ο Γιάννης οδηγάει θολωμένος το αυτοκίνητό του σαν να έχει δώσει ραντεβού με τον θάνατο. Όταν φτάνει στον προορισμό του μαζί με την γυναίκα του Κατερίνα θα μάθουν για την τραγική είδηση ενός θανάτου. Θα μεταβούν στο τοπικό νοσοκομείο για να αναγνωρίσουν το θύμα. Δεν είναι το παιδί τους αλλά η ίδια η γυναίκα του. Μαζί αλλά και χωριστά, θα προσπαθήσουν να συνδέσουν κομμάτια του παζλ της ζωής που χάθηκε, ερχόμενοι αντιμέτωποι με μια σειρά από αναπάντεχες αποκαλύψεις. Και δεν είναι οι μόνοι. Στο απόκοσμο παραθαλάσσιο μπαρ της περιοχής, το Αρκάντια, η Κατερίνα θα συναντήσει μια αλλόκοτη συντροφιά από απροσδόκητους συνοδοιπόρους.
Ένα «λαβ στόρι» φαντασμάτων, που φλερτάρει με το θρίλερ, αλλά αδιαφορεί για τον εντυπωσιασμό του θεατή, να τον σοκάρει ή να τον τρομάξει. Αντιθέτως, ο Ζώης κοιτά την ανάδειξη των γνήσιων συναισθημάτων, μέσα από την υπαρξιακή πολυπλοκότητα των δυο κεντρικών χαρακτήρων και τα θέματα που τον απασχολούν, όπως είναι η απώλεια, η αποξένωση, η μοναχικότητα, η συντροφικότητα και η εμπιστοσύνη, ως μοναδική διέξοδο.
Σκηνοθετικά, ο Ζώης προτιμά να κρατά χαμηλούς τόνους, να συγχρονίζει τη μελαγχολία της φύσης και των χρωμάτων του με την ιστορία και την ψυχοσύνθεση των ηρώων του, δίνοντας φωνή στη νεκρή, χωρίς αυτή να εφάπτεται με τους ζωντανούς αλλά και δίχως να φαίνεται παράταιρο.
Ωστόσο, το αλλόκοτο, εμφανίζεται και πάλι σε μία ελληνική ταινία. Εδώ για να σπάσει τον θρηνητικό τόνο, τη διάχυτη θλίψη, άλλες φορές ταιριαστά και άλλες εντελώς αχρείαστα, ως ένδειξη μίας αμηχανίας, καθώς η αφήγηση ορισμένες φορές χάνει την αποτελεσματικότητά της και όλα μοιάζουν ως αναπαράσταση, ευκαιρία για συμβολισμούς και απογύμνωση συναισθημάτων.
Και αν στην έναρξη, ο σκηνοθέτης στήνει ένα αξιοπρόσεκτο σασπένς, στο μέσον της ταινίας του φαίνεται ότι πελαγοδρομεί, χωρίς να έχει την ιδέα που θα απογειώσει το στόρι του. Υπάρχει, όμως και η τρίτη πράξη που ανανεώνει το ενδιαφέρον και δίνει την ευκαιρία να αξιοποιήσει τις καλές εμπνεύσεις του, με στόχο τη λύτρωση.
Το δέσιμο του Μουρίκη με την αέρινη Παπούλια εξαιρετικό, μία ευκαιρία που δεν αφήνουν ανεκμετάλλευτη οι δυο ηθοποιοί, συνεισφέροντας σημαντικά με τις ερμηνείες τους στο φιλμ.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένα θανατηφόρο τροχαίο ατύχημα αναστατώνει τη χειμωνιάτικη ραστώνη του τουριστικού θέρετρου. Ο Γιάννης και η Κατερίνα καταφτάνουν σοκαρισμένοι για να αναγνωρίσουν το θύμα στο τοπικό νοσοκομείο. Θα προσπαθήσουν να συνδέσουν κομμάτια του παζλ της ζωής που χάθηκε, ερχόμενοι αντιμέτωποι με μια σειρά από αναπάντεχες αποκαλύψεις.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Λυκάνθρωπος
(“Wolf Man”) Ταινία τρόμου, όχι και τόσο ιδιαίτερων προσδοκιών, που απευθύνεται στο σταθερό κοινό των horror movies. Παρότι γυρισμένο από τον σκηνοθέτη του «Αόρατου Ανθρώπου» Λι Γουανέλ και σε παραγωγή της Universal, το φιλμ δεν είναι τίποτα άλλο από ένα συνεχές ανακάτεμα από κλισέ και υποφωτισμένα πλάνα δράσης, που ελάχιστες φορές προκαλούν τον τρόμο, ενώ οι χαρακτήρες είναι επιδερμικοί. Η παραγωγή, που ταλαιπωρήθηκε από αλλαγές σκηνοθετών και πρωταγωνιστών, δεν είναι ριμέικ της κλασικής ταινίας του 1941 και τότε παραγωγής Universal, αλλά μία προσπάθεια επανεκκίνησης, που μένει στην επιφάνεια και ειδικά όταν μιλά για τα οικογενειακά τραύματα και τους ρόλους των φύλων που υπάρχουν στο ανεμικό στόρι.
Ένα ζευγάρι, έτοιμο να χωρίσει, που ζει στο Σαν Φρανσίσκο, κληρονομεί ένα απόμερο σπίτι στο αγροτικό Όρεγκον, όταν ο πατέρας του άντρα εξαφανίζεται και θεωρείται νεκρός. Όταν θα φτάσουν, μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα, μαζί με τη μικρή τους κόρη, θα δεχθούν επίθεση από ένα αόρατο ζώο και τελικά καταφέρνουν να οχυρωθούν μέσα στο σπίτι. Όσο προχωράει η νύχτα, όμως, ο Μπλέικ αρχίζει να συμπεριφέρεται παράξενα και να μεταμορφώνεται σε κάτι αγνώριστο και μάλλον πιο επικίνδυνο από το τέρας έξω από το σπίτι.
Στην ταινία, αμερικάνικης παραγωγής του 2025, πρωταγωνιστούν οι Κρίστοφερ Άμποτ, Τζούλια Γκάρνερ, Ματίλντα Φιρθ, Σαμ Τζέγκερ κα.
Συγχώρεση
(“Mechilot”) Με 20 χρόνια καθυστέρηση έρχεται στη χώρα μας το συγκλονιστικό φιλμ του Ισραηλινού σκηνοθέτη και ακτιβιστή Ούντι Αλόνι, που πλέον ζει στο Βερολίνο και υπερασπίζεται το δικαίωμα των Παλαιστινίων να αντιστέκονται στο ισραηλινό απαρτχάιντ και την κατοχή. Ένα υβρίδιο ρεαλισμού και φαντασίας που εξετάζει με τολμηρότητα τις τραγωδίες της Μέσης Ανατολής, ξεκινώντας από το 1948, όταν μια εβραϊκή πολιτοφυλακή μπαίνει σε ένα παλαιστινιακό χωριό, το Ντέιρ Γιασίν και σκοτώνει πάνω από 100 χωρικούς. Αμέσως μετά, εκεί χτίζεται ένα ψυχιατρείο, όπου έπειτα από πολλά χρόνια θα καταλήξει ο ήρωας της ταινίας, ένας Εβραίος Αμερικάνος που είχε καταταχθεί στον Ισραηλινό στρατό και είχε σκοτώσει ένα παιδί.
Αν και καταγγελτικό, το φιλμ είναι καλογυρισμένο και αρκούντως ενδιαφέρον, περιγράφοντας συγκλονιστικές ιστορίες, που στοιχειώνουν τους ευαίσθητους ανθρώπους. Πρωταγωνιστούν οι Ιτάι Τιράν, Κλάρα Χούρι, Μόνι Μοσόνοβ, Ταμάρα Μανσούρ κα.
Στην κόψη του ξυραφιού
Ελληνικό ντοκιμαντέρ, παραγωγής του 2015, το πρώτο για την τέχνη του Κουνγκ Φου στη χώρα μας, που τώρα κατάφερε να βρει διανομή, αφού προηγουμένως ο δημιουργός του Χρήστος Καρακάσης, το ξαναμόνταρε και αναβάθμισε εικόνα και ήχο.
Το φιλμ επικεντρώνεται πάνω στον Κυριάκο Ελευθερίου, έναν Κύπριο που έφερε την ιαπωνική πολεμική τέχνη στη χώρα μας, με στόχο «να γυμνάζει σώματα, να καλλιεργεί ψυχές, αλλά και να γεμίζει με όμορφα συναισθήματα τις καρδιές των μαθητών του». Όταν οι πολεμικές τέχνες μοιάζουν με χορογραφίες….
Πηγή: www.newsit.gr