Στην χώρα μας υπάρχουν χιλιάδες επισκέψιμα σπήλαια που προκαλούν δέος και θαυμασμό για την μυστηριακή και απόκοσμη ατμόσφαιρα που εκπέμπουν ως θαύματα της φύσης.
Ένα από τα θεαματικότερα σπήλαια της Ελλάδας βρίσκεται στην Καστοριά και οφείλει την ονομασία του σ’ ένα θρύλο.
Ο λόγος για το σπήλαιο του Δράκου που βρίσκεται στο νότιο άκρο της χερσονήσου «Κορίτσα», που εισχωρεί στη λίμνη της Καστοριάς, στο 3ο χιλιόμετρο του παραλίμνιου δρόμου που οδηγεί από την πόλη στην Ιερά Μονή Μαυριώτισσας.
Το σπήλαιο διαθέτει επτά υπόγειες λίμνες, δέκα αίθουσες διαφορετικών διαστάσεων και πέντε διαδρόμους – σήραγγες. Ο μεγαλύτερος θάλαμος είναι 45 μ. επί 17 μ. και έχει ένα κεντρικό τμήμα που υψώνεται πάνω από δύο πλευρικά τμήματα. Και τα δύο αποτελούνται εν μέρει από λίμνες. Τόσο το χερσαίο, όσο και τα λιμναία τμήματα του σπηλαίου κοσμούνται από εντυπωσιακούς σταλακτίτες και σταλαγμίτες.
Η μέση θερμοκρασία του σπηλαίου είναι 16-18 βαθμούς Κελσίου και η υγρασία 85-90%. Η θερμοκρασία των νερών στις εσωτερικές λίμνες είναι 14 βαθμοί Κελσίου, όταν η λίμνη της Καστοριάς έχει υπό σκιάν 21 βαθμούς Κελσίου.
Το σπήλαιο του Δράκου ήταν άγνωστο μέχρι και πριν από λίγες δεκαετίες. Πιθανολογείται ότι μέχρι κάποια εποχή η είσοδός του δεν ήταν ορατή λόγω των προσχώσεων και της δύσβατης τοποθεσίας του, προσπελάσιμης παλαιότερα μόνο από τη λίμνη.
Όταν τη δεκαετία του 1940 διανοίχτηκε ο παραλίμνιος δρόμος της πόλης, Καστοριανοί ερασιτέχνες εξερευνητές ανακαλύπτουν πρώτοι το άνοιγμα της εισόδου στο σπήλαιο. Η χαρτογράφηση του σπηλαίου έγινε το 1968.
Ωστόσο, οι συστηματικές έρευνες ξεκίνησαν πολύ αργότερα, σχεδόν δύο δεκαετίες μετά, από την Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία, κατά το 1960, ενώ κατά τις δεκαετίες 1990 και 2000 ολοκληρώθηκε η εξερεύνησή του και δρομολογήθηκε το έργο της ανάδειξής του από το Δήμο Καστοριάς. Το σπήλαιο αποδόθηκε στο κοινό στο τέλος του 2009.
Στο εσωτερικό του σπηλαίου έχουν αποκαλυφθεί παλαιοντολογικά κατάλοιπα, με σημαντικότερα τα οστά της σπηλαίας άρκτου (Ursus spelaeus), είδους που έζησε στην Ευρώπη κατά το Πλειστόκαινο και εξαφανίστηκε πριν από 10.000 χρόνια περίπου.
Τι αναφέρει ο θρύλος
Η παράδοση αναφέρει ότι πριν από πολλούς αιώνες το σπήλαιο ήταν ένα μεγάλο χρυσωρυχείο που το φύλαγε άγρυπνα ένας δράκος. Μετά την ίδρυση της Καστοριάς, ο βασιλιάς Κάστωρ είχε φιλοξενούμενο τον αδερφό του Πολυδεύκη. Θέλοντας λοιπόν να τον ξεναγήσει, του έδειξε την τεράστια σπηλιά, που είχε ως φύλακα έναν δράκο που φυσούσε και έβγαζε από το στόμα του φλόγες και δηλητηριώδεις ατμούς. Ο δράκος προστάτευε το χρυσωρυχείο που υπήρχε μέσα στη σπηλιά.
Τότε ο βασιλιάς υποσχέθηκε πολλά δώρα σ’ αυτόν που θα σκότωνε τον δράκο. Έτσι, εμφανίστηκε ένας νεαρός άντρας, που πάλεψε μαζί του και κατάφερε να τον σκοτώσει. Ο δράκος χτυπήθηκε και έπλεε νεκρός πάνω στα νερά της λίμνης. Το γεγονός αυτό χαροποίησε όλους τους κατοίκους της πόλης, οι οποίοι έσπευσαν με αναμμένους δαυλούς να μπουν μέσα στη σπηλιά για να δουν τι υπήρχε.
Σ’ ένα μέρος όπου στένευε η σήραγγα, οι δαυλοί έσβησαν και έπεσε πυκνό σκοτάδι στη σπηλιά. Τότε ακούστηκε μια φωνή να λέει ότι εκείνοι που θα έπαιρναν μια χούφτα από τη λάσπη που πατούσαν θα το μετανιώσουν, αλλά και εκείνοι που δεν θα έπαιρναν θα το μετάνιωναν επίσης. Έτσι, οι πιο θαρραλέοι πήραν και βγαίνοντας έξω από τη σπηλιά είδαν τη λάσπη να γίνεται υγρή χρυσόσκονη.
Πηγή: www.newsit.gr