Για το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης ιστορίας, η πράξη του βιασμού θεωρούνταν ποινικά κολάσιμη μόνο όταν διαπραττόταν εκτός γάμου. Η ιδέα ότι ένας άνδρας μπορούσε να βιάσει τη σύζυγό του φαινόταν, νομικά και κοινωνικά, αδιανόητη.
Σύμφωνα με την κυρίαρχη νομική αντίληψη που διαμορφώθηκε ήδη από τον 18ο αιώνα – και συγκεκριμένα από τον Άγγλο δικαστή Sir Matthew Hale – η σύζυγος, μέσω του γάμου, έδινε «αμετάκλητη συναίνεση» για σεξουαλική συνεύρεση. Η αντίληψη αυτή επιβίωσε για αιώνες, δημιουργώντας μια νομική ασυλία γύρω από τη σεξουαλική βία εντός του θεσμού του γάμου.
Η ανατροπή αυτής της θεμελιώδους αδικίας ξεκίνησε αργά και με αντιστάσεις. Μόλις το 1997, η Γερμανία αναγνώρισε νομοθετικά ότι ο βιασμός είναι έγκλημα ανεξαρτήτως της σχέσης ανάμεσα στον θύτη και στο θύμα – περιλαμβάνοντας ρητά τον σύζυγο. Παρά τις έντονες αντιδράσεις από συντηρητικά κόμματα, ο νόμος πέρασε ύστερα από χρόνια δημόσιας πίεσης και μαρτυριών επιζωσών που έσπασαν τη σιωπή. Παρόμοιες νομοθεσίες υιοθέτησαν σταδιακά αρκετές ευρωπαϊκές χώρες στη δεκαετία του ’90 και του 2000. Η Ιρλανδία αναγνώρισε τον συζυγικό βιασμό ως ποινικό αδίκημα μόλις το 2006. Άλλες χώρες, όπως η Σιγκαπούρη, χρειάστηκαν ακόμη περισσότερα χρόνια – έως και το 2019.
Ο συζυγικός βιασμός στην Ελλάδα
Η ελληνική περίπτωση αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της αργής, αλλά σημαντικής μεταστροφής. Μέχρι το 1994, ο βιασμός από σύζυγο δεν διωκόταν ρητά. Το νομικό πλαίσιο άφηνε περιθώρια ερμηνειών που ουσιαστικά κάλυπταν τον δράστη, αν υπήρχε έγγαμη σχέση. Εκείνη τη χρονιά, με τροποποίηση του άρθρου 336 του Ποινικού Κώδικα, αφαιρέθηκε η προστατευτική ρήτρα που καθιστούσε τον γάμο ασπίδα απέναντι στη δίωξη για βιασμό.
Ήταν η πρώτη φορά που ο νόμος αναγνώρισε ότι η σωματική αυτοδιάθεση της γυναίκας δεν ακυρώνεται από τη συζυγική ιδιότητα. Η ουσιαστική κατοχύρωση, όμως, ήρθε αργότερα: το 2006, με τον νόμο για την ενδοοικογενειακή βία, ο βιασμός μεταξύ συζύγων αναγνωρίστηκε ρητά ως πράξη ενδοοικογενειακής βίας, εισάγοντας μηχανισμούς προστασίας των θυμάτων και ειδικές διαδικασίες δίωξης.
Η ποινικοποίηση του συζυγικού βιασμού αποτέλεσε μια ριζική τομή στον τρόπο που τα νομικά συστήματα αντιμετωπίζουν το γάμο. Δεν πρόκειται απλώς για αλλαγή στο γράμμα του νόμου, αλλά για αναγνώριση ενός θεμελιώδους δικαιώματος: ότι το σώμα μιας γυναίκας δεν ανήκει σε κανέναν, ούτε καν στον σύζυγό της. Η συναίνεση δεν είναι διαρκής ούτε αυτόματη· είναι πάντοτε απαραίτητη. Μέσα από αυτή τη νομοθετική στροφή, αναγνωρίστηκε επιτέλους ότι η βία μπορεί να ασκείται και μέσα στο ίδιο το οικογενειακό περιβάλλον – κι ότι το να είσαι σύζυγος δεν σε καθιστά ιδιοκτήτη.
Σε ποιες χώρες δεν τιμωρείται
Σύμφωνα με έκθεση του ΟΗΕ (UN Women), «σήμερα, τρία δισεκατομμύρια γυναίκες και κορίτσια ζουν σε χώρες όπου ο βιασμός εντός γάμου δεν τιμωρείται ρητά». Αντίστοιχα, έκθεση του UNFPA (2021) επισημαίνει ότι τουλάχιστον 43 χώρες δεν έχουν καμία νομοθεσία που να αντιμετωπίζει τον συζυγικό βιασμό.
Μόνο το 42% των χωρών (77 από 185 χώρες μελέτης) έχει σαφείς διατάξεις που τον ποινικοποιούν – δηλαδή πάνω από το ήμισυ των κρατών δεν διαθέτουν πλήρες νομοθετικό πλαίσιο κατά του συζυγικού βιασμού
Σε πολλές ασιατικές χώρες ο νόμος δεν θεωρεί ως «βιασμό» τη σεξουαλική επαφή μεταξύ συζύγων εφόσον η σύζυγος είναι ενήλικη. Στην Ινδία αλλά και στο Αφγανιστάν ο ποινικός κώδικας εξαιρεί τον συζυγικό βιασμό, κάνοντας τον παράνομο μόνο όταν η σύζυγος είναι ανήλικη.
Παρομοίως, σε περιοχές της Αφρικής υπάρχουν ρητές διατάξεις που εξαιρούν τον σύζυγο από το να διωχθεί για βιασμό. Στο Μαρόκο το ισχύον ποινικό πλαίσιο δεν αναγνωρίζει ρητά τον βιασμό από σύζυγο ως ιδιαίτερο αδίκημα
Η καθυστερημένη αναγνώριση του συζυγικού βιασμού ως εγκλήματος δεν είναι απλώς ένα νομικό επεισόδιο. Είναι ένα ιστορικό αποτύπωμα του τρόπου με τον οποίο οι κοινωνίες, ακόμη και οι πιο ανεπτυγμένες, άργησαν να δώσουν στις γυναίκες το αυτονόητο: το δικαίωμα να λένε «όχι» – και να ακούγονται.
Πηγή: www.in.gr