Πέντε χρόνια μετά την επιτυχία της ταινίας Ευτυχία, μια ακόμη δημιουργία του Γιώργου Τσεμπερόπουλου θα προβάλλεται από σήμερα στα σινεμά.
Ο λόγος για τη βιογραφία για τον θρύλο του Στέλιου Καζαντζίδη, «Υπάρχω» και την οποία υπογράφει ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος. Από τις έξι ακόμη ταινίες που «βγαίνουν» από σήμερα (19.12.2024) στα σινεμά, το δικό τους ενδιαφέρον έχουν το νορβηγικό δράμα «Αξιαγάπητη» και «Ο Σπόρος της Ιερής Συκιάς» του Ιρανού Μοχαμάντ Ρασούλοφ, ενώ το παιδικό κοινό αναμένεται να τραβήξει το ψηφιακό «Μουφάσα: Ο Βασιλιάς των Λιονταριών» της Disney.
Υπάρχω
Βιογραφικό δράμα, ελληνικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Γιώργου Τσεμπερόπουλου, με τους Χρήστο Μάστορα, Κλέλια Ρένεση, Ασημένια Βουλιώτη, Αγορίτσα Οικονόμου, Δημήτρη Καπουράνη, Γιώργο Καραμίχο, Γιώργο Γιαννόπουλο, Γιάννη Εγγλέζο, Άννα Συμεωνίδου, Γιώργο Γάλλο κα.
Ο Στέλιος Καζαντζίδης είναι κάτι περισσότερο από ένας μύθος. Αν – κατά τον μέγιστο Γιάννη Τσαρούχη, «ο Τσιτσάνης είναι η μοναδική ζωντανή απόδειξη ότι έχουμε πολιτισμό», ο «Στελάρας» είναι η φωνή που μας συνέδεσε με τις ρίζες και παρηγόρησε μελωδικά τα βάσανά μας. Ακόμη και σήμερα, που ο Έλληνας έχει μάθει να διασκεδάζει με σουξέ του ενός μήνα, να χορεύει λάτιν ή τα «αμερικάνικα» και να αποτελεί μέρος μίας παγκοσμιοποιημένης διασκέδασης, ακολουθώντας τα κυρίαρχα ρεύματα και τις εμπορικές επιδιώξεις πολυεθνικών υπερδυνάμεων της μουσικής βιομηχανίας, όταν θα ακούσει ένα λυγμό του Καζαντζίδη, θα ξαναβρεί αμέσως τις ρίζες του, θα νιώσει μία ευεργετική συγκίνηση, θα ανατριχιάσει, θα κλάψει.
Η προσπάθεια να μεταφερθεί η ζωή του στο σινεμά, μοιάζει με δύσκολο στοίχημα, καθώς ο Καζαντζίδης παραμένει ένα φαινόμενο μοναδικό και ταυτόχρονα ένας καλλιτέχνης, που, πέρα από τη θεϊκή φωνή, είχε και μία προσωπικότητα σφυρηλατημένη στις δυσκολίες της ζωής, σε άμεση επαφή με την ελληνική κοινωνία και το κυριότερο περιφρόνησε το χρήμα και τη δόξα. Ένας θρύλος που δεχόταν χτυπήματα από παντού και προσπάθησαν να αλλοιώσουν την προσωπικότητά του και παρά ταύτα δεν έχασε ποτέ την απλότητα και την ανθρωπιά του.
Ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος, απ’ την άλλη, είναι ένας κινηματογραφιστής, με μεγάλη προσφορά στον νέο ελληνικό κινηματογράφο, που αγαπάει το λαϊκό σινεμά και το υπηρετεί με κομψότητα και πάθος και μοιάζει ως η άψογη επιλογή να αποπειραθεί τη βιογραφία του κορυφαίου τραγουδιστή.
Έτσι, μετά την τεράστια εμπορική επιτυχία της «Ευτυχίας», ακόμη μία βιογραφία ενός επιδραστικού προσώπου στο ελληνικό τραγούδι, όπως αυτού της Παπαγιαννοπούλου, μίας ταινίας άνισης και με αρκετές αστοχίες, μεταξύ των οποίων και η διασκευή των τραγουδιών, οι παραγωγοί της προχωρούν, με τον Τσεμπερόπουλο, που γνωρίζει το είδος και το μέγεθος της ιστορίας, στη βιογραφία του Καζαντζίδη, σκεπτόμενοι προφανώς και εμπορικά.
Ο Τσεμπερόπουλος, που δεν υποτιμά – και σωστά – την εμπορικότητα του κινηματογράφου, δεν χάνει την προσήλωσή του στο καυτό θέμα που έχει να χειριστεί, δεν κάνει μία αγιογραφία ή μια σύνοψη της Wikipedia, επικεντρώνεται στην εποχή της δόξας του Καζαντζίδη, μέσω μίας εξομολόγησης του ιδίου με πολλά φλας μπακ, πριν σταματήσει τις εμφανίσεις του και παρά το σχετικά επιφανειακό σενάριο, προσπαθεί άλλες φορές πετυχημένα, άλλες όχι και τόσο, να φτάσει στην ψυχή του λαοφιλούς τραγουδιστή, να αναδείξει τον άνθρωπο πίσω από τον θρύλο.
Θα σταθεί στην ιδιαίτερη σχέση με τη μητέρα του, τις δυσκολίες που συνάντησε από παιδί, τον εμφύλιο, την καταραμένη φτώχεια που χτυπούσε σχεδόν κάθε ελληνικό σπίτι, όπως και την ξενιτιά και το δύσκολο και άκρως επικίνδυνο κόσμο της νύχτας. Και ακόμη τις γυναίκες της ζωής του, τις τρικυμιώδεις σχέσεις του με τις δισκογραφικές εταιρείες, την αγάπη του για το ψάρεμα και τη θάλασσα, εκεί που αισθανόταν ελεύθερος και φυσικά την απόφασή του να εγκαταλείψει τις χρυσοφόρες εμφανίσεις του στην ακμή της σταδιοδρομίας του.
Από την οθόνη θα παρελάσουν, όπως είναι λογικό, προσωπικότητες και πρόσωπα που καθόρισαν τη ζωή του, αλλά και γεγονότα, που σημάδεψαν τον χαρακτήρα του, τις φοβίες του και τις εκρήξεις του, καθώς και τις καθοριστικές αποφάσεις του. Γεγονότα, που σήμερα είναι λίγο πολύ γνωστά, αλλά δεν παύουν να εξάπτουν την περιέργεια, ειδικά του νεότερου κοινού και να ζωντανεύουν μνήμες στους παλαιότερους.
Ένα φιλμ, που μας επαναφέρει ως ένα σημείο στο αυθεντικό λαϊκό σινεμά και τη συγκίνηση, παραπέμποντας, ίσως και εσκεμμένα ορισμένες φορές, στα μελοδράματα της δεκαετίας του ’60 και του Νίκου Ξανθόπουλου και που μας θυμίζει νοσταλγικά μια ξεχασμένη σήμερα Ελλάδα, ενώ ταυτόχρονα η φροντισμένη παραγωγή – κοστούμια, σκηνικά, μακιγιάζ κλπ – βοηθά σε μεγάλο βαθμό στην ανασύσταση του κλίματος της εποχής. Αν συνυπολογίσουμε ότι αυτή τη φορά, σε σχέση με την «Ευτυχία», υπάρχει και χώρος και για το κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο της εποχής και πως η διασκευή των κλασικών τραγουδιών είναι πιο κοντά στις πρωτότυπες εκτελέσεις, τότε μπορούμε να ισχυριστούμε ότι, αν μη τι άλλο, είναι μία έντιμη και εγκάρδια απόπειρα να μας φέρει η ταινία κοντά και στον Στέλιο και στον μύθο Καζαντζίδη.
Προσεγμένη επί το πλείστον και η επιλογή του πολυπρόσωπου καστ, απ’ το οποίο ξεχωρίζει η πληθωρική Κλέλια Ρένεση στο ρόλο της Καίτη Γκρέυ, ενώ για τον Χρήστο Μάστορα, που σίγουρα δεν περνά αδιάφορος, είναι φανερό ότι του λείπουν οι εμπειρίες και θα ήταν άδικο να συγκριθούν οι ερμηνείες των τραγουδιών με εκείνες του Καζαντζίδη.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η ιστορία ενός παιδιού μιας οικογένειας προσφύγων του Πόντου, που κατάφερε να επιβιώσει χάρη στο τεράστιο ταλέντο του και κόντρα σε κάθε κοινωνική και προσωπική δυσκολία και να γίνει ο θρύλος του λαϊκού τραγουδιού.
Αξιαγάπητη
(“Loveable”) Αισθηματικό δράμα, νορβηγικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Λίλα Ινγκολφσντότιρ, με τους Χέλγκα Γκούρεν, Μάρτε Σόλεμ, Όντγκαϊρ Θαν κα.
Τα σύγχρονα άγχη, οι ανασφάλειες, η έλλειψη βαθύτερης επικοινωνίας και τα ψυχικά τραύματα, που όσο περνούν τα χρόνια τόσο πιο δύσκολα επουλώνονται, φωτίζονται στο πρόσωπο μίας γυναίκας, σε αυτή την πρώτη σκηνοθετική απόπειρα της Λίλα Ινγκολφσντότιρ από τη Νορβηγία.
Ένα φιλμ, στα σκανδιναβικά πρότυπα για το φαινόμενο των διαζυγίων (φτάνουν το 50 τοις εκατό των γάμων) και την πολυπλοκότητα των σχέσεων, που έχουν μια δυσκολία στην κατανόησή τους, όπως ο συλλαβισμός του ονόματος της σκηνοθέτιδας.
Η Μαρία είναι ήδη χωρισμένη με δυο παιδιά και έτοιμη να προχωρήσει επαγγελματικά, όταν σε ένα φιλικό πάρτι θα πέσει πάνω στον γοητευτικό Σίγκμουντ. Εκείνος δεν την προσέχει καν, εκείνη όμως θα τον κυνηγήσει μέχρι να τον κατακτήσει. Οι δυο τους θα προχωρήσουν σε μία παράφορη ερωτική σχέση που θα καταλήξει σε γάμο και ακόμη δυο δικά τους παιδιά. Εφτά χρόνια αργότερα, όταν η φλόγα έχει σβήσει και το βάρος των ευθυνών δημιουργεί ανισότητες, το ζευγάρι θα φτάσει κοντά στον χωρισμό, εξαιτίας των εκρήξεων θυμού της γυναίκας.
Ταινία για τον χωρισμό, μέσα από το πορτρέτο μίας γυναίκας, ένα μωσαϊκό από ανοιχτές πληγές και μηχανισμούς άμυνας, που οδηγείται μέσα από οδυνηρές εμπειρίες στην αυτογνωσία και την αυτοεκτίμηση. Η σκηνοθέτιδα δημιουργεί έναν γυναικείο χαρακτήρα υπερβολικό, έτοιμο να δείξει τα νύχια της ανά πάσα στιγμή, να περάσει από την μόνιμα αμυντική θέση της στην αγριεμένη επίθεση, μη μπορώντας να διαχειριστεί τον θυμό της και την αδικία που υφίσταται ως γυναίκα.
Η σκηνή του μονολόγου της στην κάμερα-καθρέφτη είναι σπαρακτική και βαθιά ανθρώπινη. Μέχρι που θα έρθει έπειτα από οδύνες το φινάλε και η ώρα της αυτοεκτίμησης και της στιγμής να αγαπήσει τελικά τον εαυτό της.
Αν και φαινομενικά φαίνεται ως ένα φιλμ μικρής εμβέλειας, με φεστιβαλικές διακρίσεις, η Ινγκολφσντότιρ καταφέρνει, παρά τις όποιες αστοχίες της ως νέα σκηνοθέτιδα, να μας πείσει για τους προβληματισμούς της και για όσα προβλήματα πλέον οδηγούν σε αδιέξοδο τις ανθρώπινες σχέσεις, με τη ματιά μίας γυναίκας που ξέρει για τι μιλάει.
Εξαιρετική η Χέλγκα Γκούρεν στον πρωταγωνιστικό ρόλο, θα εξωτερικεύσει με φυσικότητα τα εσωτερικά της τραύματα και δικαίως θα κερδίσει το βραβείο γυναικείας ερμηνείας στο φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι και στο φεστιβάλ του Ρέικιαβικ.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Μαρία, ήδη χωρισμένη με παιδιά από τον πρώτο της γάμο βλέπει στη γνωριμία της με τον αντισυμβατικό Σίγκμουντ μια δεύτερη ευκαιρία. Λίγα χρόνια αργότερα και με τέσσερα πλέον παιδιά πρέπει να συμβιβαστεί με τον εαυτό της και τις επιλογές της όταν και αυτός ο γάμος οδηγείται σε αδιέξοδο.
Ο Σπόρος της Ιερής Συκιάς
(“The Seed of the Sacred Fig”) Δραματική ταινία, ιρανικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Μοχαμάντ Ρασούλοφ, με τους Μίσαγκ Ζάρεχ, Σοχίλα Γκολεστάνι, Σέταρεχ Μαλέκι, Μάσα Ροστάμι κα.
Με το αίμα να βράζει, ο Ιρανός αυτοεξόριστος στην Ευρώπη, Μοχαμάντ Ρασούλοφ, ρίχνει στην ταινία, που κέρδισε στο φεστιβάλ Καννών το Ειδικό Βραβείο Επιτροπής, όλη του την οργή για το καθεστώς στη χώρα του, με αφορμή την κοινωνική αναταραχή που ξέσπασε για τα δικαιώματα της γυναίκας, έπειτα από τη δολοφονία της ακτιβίστριας Μάσα Αμινί από την αστυνομία.
Ο Ρασούλοφ («Δεν Υπάρχει Κακό», «Ένας Ακέραιος Άνθρωπος») μέσα από ένα οικογενειακό δράμα, που θα εξελιχθεί σε θρίλερ, θέλοντας να αναδείξει την αναστάτωση που επικρατεί σε πολλές οικογένειες για τη θέση της γυναίκας στο Ιράν και την αμφισβήτηση της πατριαρχίας, συνδέει το στόρι της ταινίας με όσα συμβαίνουν στους δρόμους, στην πραγματικότητα, τουλάχιστον σύμφωνα με τη δική του οπτική.
Ο 45χρονος Ιμάν, κερδίζει τη θέση που ονειρευόταν, να γίνει κύριος ερευνητής της εισαγγελίας, ένας κρατικός λειτουργός που θα στηρίζει τα στοιχεία για τις ποινές που επιβάλλονται. Τίμιος, εργατικός και σεβάσμιος, μετά από 20 χρόνια γάμου, μπορεί να ικανοποιήσει τις επιθυμίες της γυναίκας του, να αποκτήσει ένα καλό σπίτι, ενώ οι δυο έφηβες κόρες του, θα έχουν το δικό τους δωμάτιο. Μόνο που αυτή η θέση έχει και το τίμημά της, καθώς ο Ιμάν πρέπει να υπογράφει για στοιχεία που δεν έχει ελέγξει, ενώ γίνεται και στόχος όλων αυτών που έχουν καταδικαστεί άδικα, γι’ αυτό και ο προϊστάμενός του του δίνει και ένα όπλο για αυτοπροστασία. Η γυναίκα του θα προειδοποιήσει τις κόρες τους ότι θα πρέπει να είναι προσεχτικές, να κόψουν τα πολλά πολλά στα κοινωνικά δίκτυα, τις παρέες και τα πολλά λόγια. Μόνο που η αναταραχή που έχει ξεσπάσει στους δρόμους, μετά από τη δολοφονία μίας κοπέλας από την αστυνομία, θα εισχωρήσει και στο δικό του σπίτι, ενώ οι κόρες του θα μεταβληθούν σε κατηγόρους του ίδιου του πατέρα τους.
Σε τούτη την ταινία του, ο Ρασούλοφ, εγκαταλείπει τον συνηθισμένο διακριτικό αλληγορικό του σινεμά, για να προχωρήσει σε μία ταινία καταγγελίας, για την αστυνομική καταστολή στο Ιράν, αλλά και τις αγκυλώσεις που διέπουν τους αρμούς του κράτους, χάνοντας ταυτόχρονα και την επαφή με τη κινηματογραφική σχολή του Ιράν, που βασίζεται στο βάθος των τεκταινόμενων και των χαρακτήρων και όχι στην επιφάνεια ή στην οργή.
Όσο προχωρεί το στόρι ο Ρασούλοφ χάνει το μέτρο και το φιλμ τη συνοχή του – ορισμένες φορές φλυαρεί αναίτια, φτάνοντας τη διάρκεια της ταινίας στις εξαντλητικές ώρες – τοποθετώντας το χάος που κυριαρχεί στους δρόμους και μέσα στο σπίτι του, σε μία ημιτελή ή και άτσαλη προσπάθεια να μεταφέρει τον διχασμό, την παράνοια, τη βία και τον ριζωμένο μισογυνισμό εντός των τειχών και στην τετραμελή οικογένεια. Οι διάλογοι μεταξύ του πατέρα και των επαναστατημένων κοριτσιών διαθέτουν τη σπιρτάδα τους, ενώ η σχέση της μητέρας με τις κόρες της, είναι από τα πιο προσεγμένα κομμάτια του φιλμ, καθώς αναδεικνύεται και το χάσμα των γενεών μπροστά στα δικαιώματα των γυναικών.
Ο Ρασούλοφ, αλλάζει το γνώριμο τόνο και ύφος του, ανεβάζει την ένταση στο μάξιμουμ και φτάνει σε μία υπερβολή, που δεν πείθει, αφήνοντας και τους αξιόλογους ηθοποιούς του αβοήθητους να πασχίζουν να δώσουν υπόσταση στους χαρακτήρες που υποδύονται.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… O Ιμάν διορίζεται ανακριτής στο επαναστατικό δικαστήριο της Τεχεράνης. Αυτό του παρέχει αυτόματα καλύτερο μισθό και μεγαλύτερο χώρο διαβίωσης για την οικογένεια του. Όταν όμως ξεσπούν πολιτικές διαδηλώσεις κατά του καθεστώτος αντιλαμβάνεται ότι δεν πήρε τη θέση λόγω των νομικών του ικανοτήτων, αλλά για να συνυπογράφει καταδίκες που του υποδεικνύουν οι υψηλόβαθμοι.
Ωρολογιακός Μηχανισμός
(“Unrueh”) Κοινωνικό δράμα εποχής, ελβετικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Σιρίλ Σόιμπλιν, με τους Αλεξέι Ευστράτοφ, Κλάρα Γκοστίνσκι, Μόνικα Στάλντερ κα.
Σε κάποιους θα φαντάζει παράδοξο ότι σε μια ελβετική ταινία και σκηνικό μία πόλη κάτω από την οροσειρά Γιούρα κι ένα εργοστάσιο ωρολογοποιίας συναντιέται ο αναρχισμός με τον φεμινισμό (στην Ελβετία δόθηκε το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες το 1971!), όταν έρχονται κοντά μία σουφραζέτα με τον φημισμένο Ρώσο θεωρητικό αναρχικό Πιότρ Κροπότκιν.
Στη δεύτερη αυτή ταινία του, ο Σιρίλ Σόιμπλιν, μας μεταφέρει στον 19ο αιώνα, όταν η Ελβετία εκτός από κτηνοτροφία, ρολόγια, υφαντουργία και ενέργεια, παρήγαγε και σοκολάτες. Ενίοτε, όσο και αν φαντάζει περίεργο, παρήγαγε και ανατρεπτικές ιδέες και αυτό έρχεται να αναδείξει χαμηλόφωνα έως και χλιαρά στην ταινία του, που κέρδισε στο φεστιβάλ Βερολίνου το βραβείο σκηνοθεσίας στο τμήμα Επαφές.
Ο ιδεολόγος αναρχικός Κροπότκιν μπαίνει σε ένα ελβετικό εργοστάσιο που συναρμολογούνται ρολόγια, όσο και αν αυτό μοιάζει με σαρκασμό. Ο Κροπότκιν, διάσημος αναρχικός, εμπνεύστηκε από την οργάνωση που είδε μεταξύ των εργαζόμενων σε εκείνο το εργοστάσιο πολλές απ’ τις μετέπειτα ιδέες του. Και αυτό γιατί το αναρχικό κίνημα, που συνεχώς αυξάνει την επιρροή του ανάμεσα στους εργαζόμενους, θα καταλάβει και το εργοστάσιο, στο οποίο δουλεύουν σχεδόν μόνο γυναίκες. Εκεί θα γνωριστεί με μία δυναμική γυναίκα, μία σωστή σουφραζέτα, με την οποία θα μπουν σε ένα διαλογικό παιχνίδι, φυτεύοντας τους σπόρους για τα εργατικά και φεμινιστικά κινήματα που θα εκραγούν τον επόμενο αιώνα.
Μία πολιτική ταινία, με ιστορικό περιτύλιγμα, που έχει το ενδιαφέρον της, αλλά δυστυχώς ο Σόιμπλιν κινεί την ταινία του κυρίως εγκεφαλικά και χωρίς τη φλόγα των ιδεών ή των καίριων αιτημάτων των εργατών, ακολουθώντας περισσότερο την τεχνική συναρμολόγησης ενός ρολογιού.
Ωστόσο, το φιλμ διατηρεί τη γοητεία του, με τις λεπτομερείς ιστορικές αναπαραστάσεις και τις έντονες παρατηρήσεις του σχετικά με την επιστήμη, την τεχνολογία και τη σχέση εργαζομένων και αφεντικών. Και μια υπόμνηση για τις ρίζες του σύγχρονου καπιταλισμού αλλά και τη δυνατότητα του ανθρώπου να τραβήξει το καπάκι αποσυμπίεσης στους μηχανισμούς καταπίεσης, που λειτουργούν με την ίδια ακρίβεια και αυστηρότητα όπως λειτουργεί ένα ελβετικό ρολόι.
Συμπαθητικές οι ερμηνείες των πρωτοεμφανιζόμενων ηθοποιών, εκτός του επαγγελματία Αλεξέι Ευστράτοφ, που κάνει και τη διαφορά.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Σε μια ελβετική πόλη του 19ου αιώνα, φημισμένη για τα ρολόγια της, με επίκεντρο την καίρια, επείγουσα συνάντηση μεταξύ ενός Ρώσου ταξιδιώτη -του αναρχικού Πιότρ Κροπότκιν- και μιας σουφραζέτας που ηγείται του κινήματος των γυναικών που εργάζονται σε ένα τοπικό εργοστάσιο.
Τα Τελευταία Χριστούγεννα στο Πατρικό μας
(“Christmas Eve in Miller’s Point”) Δραματική κομεντί, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Τάιλερ Ταορμίνα, με τους Μάικλ Σέρα, Έλσι Φίσερ, Σόγιερ Σπίλμπεργκ, Φραντσέσκα Σκορσέζε κα.
Γλυκόπικρη δραμεντί, σε ένα χριστουγεννιάτικο σκηνικό, όπου συνωθούνται τρεις γενιές μίας πολυμελούς οικογένειας, γυρισμένη με ελάχιστα μέσα και… ελληνικού προϋπολογισμού, από τον ανεξάρτητο Αμερικάνο σκηνοθέτη Τάιλερ Ταορμίνα.
Η ταινία, που παραδόξως έκανε πρεμιέρα στο Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών στις Κάννες, διαθέτει μία έντονη νοσταλγία για τη δεκαετία του ’60, συνοδευόμενη και από μουσικές επιτυχίες της εποχής εκείνης, μία χαλαρή διάθεση και ορισμένες σουρεαλιστικές πινελιές – κύριο χαρακτηριστικό του σινεμά του 35χρονου σκηνοθέτη.
Η οικογένεια Μπαλσάνο γιορτάζει τα τελευταία της Χριστούγεννα στην πατρική εστία, αφού η πώληση του σπιτιού έχει κρυφά δρομολογηθεί. Όλα τα μέλη της πολυμελούς οικογένειας συγκεντρώνονται για να γιορτάσουν τη μεγαλύτερη γιορτή του δυτικού κόσμου όπως ξέρουν καλύτερα: με άφθονο φαγητό, οικεία πρόσωπα και άνευ όρων παράδοση στο απόλυτο τίποτα. Την ίδια στιγμή, δύο από τα νεαρά μέλη της οικογένειας κάνουν τη δική τους μικρή επανάσταση.
Φωτίζοντας με ζεστασιά το χειμωνιάτικο – χριστουγεννιάτικο σκηνικό του, ο Ταορμίνα επενδύει περισσότερο στην ατμόσφαιρα και στους χαρακτήρες της ιστορίας του, που τροφοδοτούνται από ζωντανούς διαλόγους, άλλες φορές πετυχημένα και άλλες όχι.
Η ένταση συνεχώς αυξάνεται, με τα μέλη της οικογένειας να είναι έτοιμα να συγκρουστούν, με αφορμή την πώληση του σπιτιού, αλλά κυρίως λόγω της σύγχρονης ζωής που οδηγεί στην αποξένωση. Βεβαίως, υπάρχει και το χάσμα των γενεών και όλα αυτά τα μικρά που στην καθημερινότητα γίνονται μεγάλα.
Ωστόσο, το φιλμ κυριαρχείται από μία σειρά ριζοσπαστικών κοινοτοπιών, που μπορεί να προσφέρουν μία χαλαρή διάθεση, αλλά στο τέλος δίνουν την αίσθηση ότι πρόκειται για μία ακόμη χριστουγεννιάτικη παραγωγή, απ’ τις δεκάδες που βγαίνουν κάθε χρόνο τέτοια εποχή, εκμεταλλευόμενες το εορταστικό κλίμα.
Στο καστ, που απαρτίζεται από πρωτοεμφανιζόμενους ή ερασιτέχνες ηθοποιούς, ξεχωρίζουν τα ονόματα των Σόγιερ Σπίλμπεργκ και Φραντσέσκα Σκορσέζε, του υιού Στίβεν Σπίλμπεργκ και της θυγατέρας Μάρτιν Σκορτσέζε, κάτι που εξηγεί μάλλον και την προβολή της ταινίας στις Κάννες…
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Τα μέλη της οικογένειας Μπαλσάνο γιορτάζουν τα τελευταία τους Χριστούγεννα στο πατρικό τους σπίτι. Καθώς η νύχτα προχωρά, το χάσμα των γενεών μεγαλώνει.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Μουφάσα: Ο Βασιλιάς των Λιονταριών
(“Mufasa: The Lion King”) Έχοντας τριάντα χρόνια απόσταση από την εξαιρετική ταινία κινουμένων σχεδίων «Ο Βασιλιάς των Λιονταριών», αυτή η νέα παραγωγή της Disney, πρίκουελ και σίκουελ του ριμέικ του 2019, αποδεικνύει ότι όσο προχωρά η τεχνολογία, τόσο υποχωρεί το καλλιτεχνικό κομμάτι, η έμπνευση και φυσικά το ψυχικό δέσιμο των ηρώων με τους θεατές.
Αν και η ταινία φέρει την υπογραφή του βραβευμένου με Όσκαρ Μπάρι Τζέκινς και διαθέτει ένα προσεγμένο σενάριο, μία αξιόλογη παραγωγή και τη δύναμη μιας αγαπημένης ιστορίας, η επιλογή να γυριστεί το αγαπημένο, στο παιδικό και όχι μόνο, στόρι, με τη μέθοδο του photorealistic computer-animated, μάλλον είναι άστοχη, καθώς είναι εμφανές ότι οι χάρτινοι ήρωες του αρχικού φιλμ είναι πολύ πιο αληθινοί και εκφραστικοί από τους τωρινούς.
Μέσα από αναδρομές στο παρελθόν, συναντάμε τον θρυλικό Μουφάσα όταν ήταν ένα ορφανό λιονταράκι, χαμένο και μόνο, μέχρι που συνάντησε ένα καλόκαρδο λιοντάρι με το όνομα Τάκα, τον διάδοχο μιας βασιλικής οικογένειας. Αυτή η τυχαία συνάντηση είναι η αφορμή για να ξεκινήσει ένα μεγάλο ταξίδι με συνοδοιπόρους μία παρέα απόκληρων που αναζητούν το πεπρωμένο τους και προσπαθούν να ξεφύγουν από έναν θανάσιμο εχθρό.
Με τις φωνές των Άαρον Πιέρ, Κέλβιν Χάρισον Τζούνιορ, Σεθ Ρόγκεν, Τίφανι Μπουν, Ντόναλντ Γκλόβερ, Μαντς Μίκελσεν και στην ελληνική μεταγλώττιση με τους Βασίλη Δημακόπουλο, Παναγιώτη Αποστολόπουλο, Ντίνο Σούτη, Βασίλη Αξιώτη, Βάσια Ζαχαροπούλου κα.
142 Χρόνια
Ελληνικό ντοκιμαντέρ (2024) του Στέλιου Κούλογλου για το θέμα της φυλάκισης, ορισμένες φορές με εξοντωτικές ποινές, σε πρόσφυγες που κατηγορούνται ως διακινητές. Ο διασώστης Ιάσονας Αποστολόπουλος συμμετέχει σε μια διεθνή προσπάθεια για να σωθούν τρεις αθώοι άνθρωποι. Ο πρώτος έχει καταδικαστεί σε 142 χρόνια φυλάκισης και οι άλλοι δύο σε 50.
Οι τρεις τους, πρωταγωνιστές σε ένα πραγματικό δικαστικό θρίλερ, που διαρκεί πάνω από ένα χρόνο.
Πηγή: www.newsit.gr