Ήταν ίσως η πιο χαρισματική ηθοποιός της ελληνικής σκηνής στα χρόνια ανάμεσα στους δύο μεγάλους πολέμους. Ο Γρηγόρης Ξενόπουλος είχε χαρακτηρίσει την Ελένη Παπαδάκη «αδιαμφισβήτητη διάδοχο της Κοτοπούλη’». «Μόνο όποιος είδε την Ελένη να »κρεάρει» ένα ρόλο είναι σε θέση να μαρτυρήσει τι ακριβώς σημαίνει τούτο…» έγραφε η Ειρήνη Καλκάνη.
«Από τη στιγμή που ήταν να ζωντανέψει στη σκηνή μια ηρωίδα, ο έξω κόσμος έπαυε να υπάρχει γι’ αυτήν. Η Ελένη έπαυε να είναι η ίδια, έπλαθε το βάδισμά της, την κίνηση των χεριών της, το λόγο στα χείλη της, τον πόνο στην έκφρασή της… Όσες φορές συναντιόμουν με την Ελένη, έμενα με την εντύπωση ότι είχα πράγματι ανταμωθεί μ’ ένα ιερό τέρας».
Γόνος αστικής οικογένειας, εξαιρετικά καλλιεργημένη, με ανοιχτούς ορίζοντες και ανησυχίες, ελεύθερο πνεύμα, γοητευτική με μεγάλα εκφραστικά μάτια και αριστοκρατικό αέρα, η Ελένη Παπαδάκη, που γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου του 1903, είναι μια ξεχωριστή περίπτωση στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου. Μεγαλύτερη σκιά από την προσφορά της, όμως, σε αυτό αφήνει το τραγικό τέλος της στα ταραγμένα Δεκεμβριανά… Μια ιστορία με ερωτήματα που παραμένουν.
Γιατί οι φήμες στην Κατοχή ήθελαν τη μεγάλη ηθοποιό να διατηρεί δεσμό με τον δοτό πρωθυπουργό Ιωάννη Ράλλη, φήμες τις οποίες οι άνθρωποι που τη γνώριζαν απέδιδαν στη λασπολογία συναδέλφων που φθονούσαν την αξία της και τελικά οδήγησαν στην εκτέλεσή της…
Ακόμη και σήμερα τα όσα συνέβησαν προκαλούν έντονα αισθήματα. Όταν πριν μερικά χρόνια ανακοινώθηκε πως μια από τις αίθουσες του Εθνικού στο Κοτοπούλη-Ρεξ θα πάρει το όνομα της, υπήρξαν αντιδράσεις και αντιπαραθέσεις…
Η Ελένη Παπαδάκη γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 1903 στην Αθήνα. Αποφοίτησε από τη Γερμανική Σχολή Αθηνών και ολοκλήρωσε σπουδές φιλολογίας, τις οποίες συμπλήρωσε με σπουδές στο Ελληνικό Ωδείο Αθηνών. Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε, παρά την, αρχικά, αντίθετη γνώμη των γονιών της, σε ηλικία 17 ετών στη σκηνή του Θεάτρου Τέχνης, του Σπύρου Μελά, το 1925, στην παράσταση «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα», του Λουίτζι Πιραντέλο.
Ήταν μία αποκάλυψη. Ο Κ. Μπαστιάς, θεατρικός κριτικός, έγραψε τότε στη «Δημοκρατία»: «Σήμερα η σκηνή απέκτησε μια μεγάλη ηθοποιό». Τον ίδιο χρόνο εμφανίστηκε ως Ηρωδιάς στη «Σαλώμη», του Όσκαρ Ουάιλντ, και ως Ρίλκε Έιντεν στο «Ο χρόνος είναι όνειρο», του Ανρί Ρενέ Λενορμάν. Το ταλέντο της αναγνωρίστηκε αμέσως και πολύ σύντομα βρέθηκε να πρωταγωνιστεί στο πλευρό των ιερών τεράτων του θεάτρου, όπως η Κοτοπούλη, ο Μινωτής και η Παξινού.
Θα παίξει τη Μαργαρίτα Γκοτιέ στην «Κυρία με τας καμελίας», του Αλεξάνδρου Δουμά υιού, την Έλα Ρέντχαϊμ στον «Γιάννη Γαβριήλ Μπόρκμαν», του Ίψεν, τη Δυσδεμόνα, στον «Οθέλλο», τη Πόρσια, στον «Εμπορο της Βενετίας», του Σαίξπηρ, τη Κλυταιμνήστρα, στην «Ηλέκτρα», και την «Αντιγόνη», του Σοφοκλέους, τη βασίλισσα Ελισσάβετ, στον «Ντον Κάρλος» του Σίλερ, την «Ιφιγένεια εν Ταύροις» και την «Εκάβη», του Ευριπίδη.
Το 1932 την προσκαλεί το νεοσύστατο Εθνικό Θέατρο. Αμέσως βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα έντονο παρασκήνιο και συναδελφικές αντιζηλίες. Όλοι οι μεγάλοι ρόλοι που θα της ταίριαζαν ξαφνικά αρχίζουν να πηγαίνουν στην Κατίνα Παξινού.
Μέχρι και η κριτική επιτροπή αντιδρά, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Για την ιδιόμορφη ψυχολογία της Παπαδάκη, που ζούσε και ανέπνεε για το θέατρο, το χτύπημα ήταν μεγάλο. Από την Αγγλία, που είχε πάει με την Κατίνα Παξινού και άλλους ηθοποιούς για να δώσουν κάποιες θεατρικές παραστάσεις, γράφει σε μια φίλη της: «Δε φαντάζεσαι πόσο καλλιεργημένο είναι το έδαφος από την Κατίνα για την Κατίνα… Η κατάστασις πάντοτε αηδής».
«Τραβούσε το μοναχικό δρόμο των ξεχωριστών υπάρξεων, περιμένοντας οι άλλοι να την καταλάβουν, μην μπορώντας η ίδια να βγει από την τροχιά που την τοποθέτησε η μοίρα των εκλεκτών» γράφει στη βιογραφία τού «Ελένη Παπαδάκη – Μια φωτεινή θεατρική πορεία με απροσδόκητο τέλος» (εκδόσεις Καστανιώτη) ο Πολύβιος Μαρσάν. «Γι’ αυτό αγαπήθηκε και εκτιμήθηκε από την καλλιτεχνική οικογένεια, που την περιστοίχιζε, αλλά και γι’ αυτό ξύπνησε πολλές αντιπάθειες και μίση, ακόμα και σε ορισμένους που δεν καταλάβαιναν το ανθρώπινο και καλλιτεχνικό της ποιόν.
Στη διάρκεια της Κατοχής σε πολλές περιπτώσεις είχε σώσει ανθρώπους, ανεξαρτήτως φρονημάτων, από τους Γερμανούς, όπως τον γιο του ιδοκτήτη του »Ελευθερουδάκης» και τον γιατρό Γιώργο Μουστρούφα, κατοπινό στέλεχος του υπουργείου Υγείας υπό τον Πέτρο Κόκκαλη στην κυβέρνηση του βουνού, ύστερα από παράκληση της συγγραφέως Λιλίκας Νάκου. H πρόσβασή της στον Άγγελο Έβερτ, αρχηγό της αστυνομίας, και στον πρωθυπουργό την στοχοποιούσε.
Το «Ελληνικόν Αίμα», αντιστασιακή εφημερίδα της Κατοχής, έγραφε στις 15 Οκτωβρίου 1943 για την «ψευδοκυβέρνηση των Αθηνών» και τον πρωθυπουργό Ράλλη: «Ο πρωθυπουργός, κερδοσκοπήσας στο χρηματιστήριο, εδώρησε στον γεροντικό του έρωτα μία ζώνη από πλατίνα αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων». Ο γεροντικός έρωτας ήταν βέβαια η Παπαδάκη την οποία το άρθρο χαρακτήριζε επίσης ομοφυλόφιλη. Η ίδια έλεγε ότι γοητευόταν και από άνδρες και από γυναίκες… Δεν παραδέχθηκε όμως ποτέ ερωτική σχέση με τον πρόεδρο της δοτής κυβέρνησης…
Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Αθήνας από τους Γερμανούς το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο εξαπέλυσε «κυνήγι μαγισσών» κατά των καλλιτεχνών και των διανοούμενων που υποτίθεται ότι είχαν συνεργαστεί με τους Γερμανούς. Η διοίκηση του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών ελεγχόταν από το ΚΚΕ και προχώρησε σε διαγραφές ηθοποιών που δεν ήταν αρεστοί στο κόμμα χαρακτηρίζοντάς τους φασίστες και δωσίλογους. Άγριες ημέρες.
Όταν η Παπαδάκη κλήθηκε να απολογηθεί, δεν παρέστη, αλλά απέστειλε επιστολή με τον δικηγόρο της: «Λυπούμαι διότι δεν μου είναι επιτετραμμένον να παρουσιαστώ ενώπιον της Συνελεύσεως, λόγω του ανάρμοστου τρόπου καθ’ ον είναι συντεταγμένη αύτη. Νομίζω ότι πάσα άμυνα επί τόσο αναρμόστως συντεταγμένου εγγράφου, πλήρους αορίστων και αβάσιμων στοιχείων και συκοφαντικής δυσφημίσεως, οικοδομήματος ασύστολων κατηγοριών βασιζομένων μόνο »επί εντυπώσεων», ως ρητώς αναφέρει το απόσπασμα των παρακτικών, μια τοιαύτη άμυνα, επαναλαμβάνω, θα απετέλει ύβριν εναντίον εμού της ιδίας, απρεπώς ήδη διά της ως άνω αποφάσεως καθυβρισθείσης. Κατά πόσον η όλη στάσις μου κατά το διάστημα της Κατοχής υπήρξεν »αντεθνική, αντισυναδελφική, εγωιστική και απρεπής» δύνανται καλλίτερον από εμέ να διαφωτίσουν την Συνέλευσιν πολλοί εκλεκτοί συνάδελφοι, οι οποίοι, ασφαλώς θα παρίστανται εις αυτήν, αλλά και πολλοί επίσης διακεκριμένοι συνάδελφοι μη προς εμέ φιλικά διακείμενοι, θα ευρεθούν έστω και κατ’ ιδίαν σκεπτόμενοι ότι εις πολλάς περιπτώσεις η στάσις μου υπήρξε κάθε άλλο παρά αντισυναδελφική ή εγωιστική…».
Η διαγραφή της έκανε τη θέση της πολύ χειρότερη, η ίδια όμως δεν το αντιλαμβανόταν. Όταν λίγες μέρες αργότερα ξέσπασαν τα Δεκεμβριανά, οι φίλοι της τη συμβούλευσαν να φύγει από τα Πατήσια, όπου έμενε με την οικογένειά της, και να καταφύγει στην «ελεύθερη ζώνη» του Κολωνακίου, στο κέντρο της Αθήνας.«Μα γιατί να φύγω; Τι έχω κάμει; Επείραξα ποτέ κανένα; Επειδή έσωσα ανθρώπινες ζωές στην Κατοχή, είναι ποτέ δυνατόν να έχω τον παραμικρότερο φόβο;» τους είπε. «Ας με πιάσουν, και να δούμε τι κακό έκαμα. Εξάλλου όταν περάσουν αυτές οι ταραγμένες μέρες, θα μου δοθεί ασφαλώς η ευκαιρία να βάλω πολλά πράγματα στη θέση τους. Θα μείνω να ξεκαθαρίσω αυτή την κατάσταση, να ιδώ τι έχουν μαζί μου. Γιατί να φύγω λοιπόν;».
Η Πολιτοφυλακή τη συνέλαβε στις 21 Δεκεμβρίου του 1944. «Η Ελένη θα μεταφερθεί στον πρώτο όροφο της Πολιτοφυλακής, όπου κρατούνταν γυναίκες αξιωματικών της αστυνομίας ή της χωροφυλακής του 16ου τμήματος της περιοχής» γράφει ο Πολύβιος Μαρσάν «Το ηθικό της ήταν ακμαίο, ήταν περιττή κάθε ενθάρρυνση από τις κυρίες που φιλοξενούσε το κελί. Ετσι, αντί εκείνες να της δίνουν κουράγιο, εμψυχώνονταν οι ίδιες από τα λόγια και τη μαγική ομιλία της Παπαδάκη.
Η Ελένη ήταν πεπεισμένη ότι η σύλληψή της ήταν αποτέλεσμα δολοπλοκιών που της είχαν στήσει οι συνάδελφοί της από το Εθνικό Θέατρο και ανυπομονούσε για την ώρα της δίκης, όπου θα ξεκαθάριζε τη θέση της και θα ερχόταν αντιμέτωπη με τους κατήγορούς της πρόσωπο με πρόσωπο. Γέμισε τις ώρες τους μιλώντας για το θέατρο. Τους έλεγε για τις τραγωδίες που είχε παίξει: »Εκάβη», »Αντιγόνη», »Ιφιγένεια»… Και για τη »Μήδεια», που θα ήταν ο επόμενος μεγάλος ρόλος της. Ωστόσο, κάθε τόσο εξάφραζε την αγωνία της, αδημονούσε να ‘ρθει η ώρα της ανάκρισης, αναρωτιόταν γιατί ακόμη δεν την καλούσαν για απολογία».
Η Πολιτοφυλακή ψάχνει το σπίτι της αναζητώντας ενοχοποιητικά στοιχεία για να στηρίξει κατηγορίες εναντίον της Παπαδάκη. Ούτε όπλα βρέθηκαν όμως ούτε δώρα αξίας από τον Ράλλη. Τα μόνα τεκμήρια της προδοσίας της Ελένης Παπαδάκη εναντίον της πατρίδας της ήταν κάποιες κίτρινες φυλλάδες του ανεπίσημου Τύπου, που μιλούσαν για τους φανταστικούς γάμους της με τον Ράλλη. Ήταν όμως αρκετά για τον 23χρονο πολιτοφύλακα της ΟΠΛΑ, με το ψευδώνυμο καπετάν Ορέστης, που την καταδίκασε σε θάνατο με τσεκούρι, όπως γινόταν με τα άλλα πολυάριθμα θύματα στις εγκαταστάσεις του εργοστασίου της ΟΥΛΕΝ.
«Το τέλος της άτυχης Ελένης ήταν φοβερό» γράφει ο Πολύβιος Μαρσάν. Τη διέταξαν να γδυθεί ενώ εκείνη είχε αντιληφθεί ότι πλησίαζε το τέλος της. Έτρεμε από το κρύο και το φόβο και κλαίγοντας τους παρακαλούσε. Έβγαλε τη γούνα της, την οποία παρέλαβε ο Ορέστης, και όταν τη διέταξε να βγάλει και τα υπόλοιπα ρούχα της αναλύθηκε σε δυνατές κραυγές απελπισίας και γόους. Όρμησαν τότε αφιονισμένοι πάνω της και μέσα σ’ ένα κατήφορο από προπηλακισμούς την έσυραν κοντά σε ένα ανοιγμένο λάκκο κι εκεί την έγδυσαν με τη βία». Όπως έδειξε αργότερα η ιατροδικαστική έρευνα, το πτώμα της άτυχης ηθοποιού έφερε μια μαχαιριά στο λαιμό και πλήγματα από τσεκούρι στο σώμα. Τα χέρια της ήταν γαντζωμένα στα μαλλιά της, σε μια προσπάθεια να προφυλάξει ίσως το κεφάλι της από τα χτυπήματα. Τέλος, τα μάτια της -τα πιο όμορφα μάτια του ελληνικού θεάτρου- ήταν ορθάνοιχτα από τρόμο και καθρέφτιζαν όλη τη φρίκη που είχε ζήσει. Για εβδομάδες οι δικοί της άνθρωποι δε γνώριζαν τι της είχε συμβεί.
Στις 26 Ιανουαρίου του 1945, κατά την εκταφή των πτωμάτων στον περίβολο των Διυλιστηρίων της ΟΥΛΕΝ, βρέθηκε το πτώμα της σε μια κατηφόρα με πεύκα, σ’ ένα λάκκο μαζί με τρεις τέσσερις άλλους. Μόλις διαδόθηκε το νέο, μαθητές και μαθήτριες της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου προσήλθαν και κάλυψαν το σώμα με κλαριά.
«Την έφαγαν οι συναδέλφοί της!» είχαν πει στην οικογένειά της οι άνθρωποι που τη συνέλαβαν και για πολλά χρόνια η φήμη δεν έλεγε να ξεχαστεί.
Κηδεύτηκε στις 28 Ιανουαρίου. Το φέρετρό της σήκωναν η Μελίνα Μερκούρη, η Άννα Καλουτά, ενώ πλήθος συναδέλφων και φίλων την αποχαιρετησε με θλίψη και οργή για το θάνατό της. Αμέσως μετά, το ΚΚΕ, η παράταξη που έφερε την ευθύνη του θανάτου της, έδειξε έγκαιρα και έμπρακτα μεταμέλεια, αναγνωρίζοντας το λάθος της, όπως το ονόμασε, και τιμωρώντας με θάνατο τους τρεις που έκρινε συνυπεύθυνους του φυσικού εκτελεστού της: ». Γιατί το Κόμμα μας έχει το θάρρος να διακηρύξει ότι τέτοιες περιπτώσεις, όπως του Κορώνη είτε της ηθοποιού Παπαδάκη, δεν μπορούν να βρουν δικαίωση, και πρέπει να καταδικαστούν ανοικτά..» έγραψε τότε ο »Ριζοσπάστης»…
«Την έφαγαν οι συναδέλφοί της!» είχαν πει στην οικογένειά της οι άνθρωποι που τη συνέλαβαν και για πολλά χρόνια η φήμη δεν έλεγε να ξεχαστεί. Η ηθοποιός Ασπασία Παπαθανασίου είχε μιλήσει σχετικά σε συνέντευξή της στο »ΒΗΜΑ» το 2004: «Ένα βράδυ έρχεται η Ολυμπία Παπαδούκα και μου λέει »Πιάσαν την Ελένη την Παπαδάκη». Τρέξαμε να πάμε να βρούμε την καθοδήγηση. Ώσπου να πάμε μάθαμε ότι τη σκότωσαν… Μας κόλλησαν ότι η Παΐζη κι εγώ ήμαστε υπεύθυνες για το θάνατο της Παπαδάκη. Μετά τη Βάρκιζα έγινε μια δίκη. Διαβάζαμε τα πρακτικά της στο »Έθνος». Είχαν αποφασίσει να εκτελέσουν τον εκτελεστή της Παπαδάκη. Τον είχαν πάει φυλακή. Στο δικαστήριο βγήκε όλη η αλήθεια, ότι την Παπαδάκη τη σκότωσε ένας πράκτορας των Εγγλέζων που είχε κάνει κι άλλα πράγματα…».
«Χρειάζεται να φανούμε μεγάλοι, να φανούμε τέλειοι (…) για να μπορέσουμε να ονομαστούμε χωρίς τύψεις συνάδελφοι της Ελένης Παπαδάκη» έγραψε ο Αλέξης Σολωμός. «Χάσαμε ένα απ’ το πιο τρανά κι απ’ τα πιο σπάνια καυχήματα της ελληνικής σκηνής, χάσαμε έναν καλό φίλο κι έναν ωραίο άνθρωπο (…). Κοιμήσου ειρηνικά, αγαπημένη φίλη… Ίσαμε επάνω δεν φτάνουν μήτε η αρρώστια μιας εποχής, μήτε μιας φυλής η παραφροσύνη. Μια λέξη ακόμα: συγχώρεσέ μας…».
* Πηγή: Grace
Πηγή: www.in.gr