Παρά τα μέτρα που έχει ανακοινώσει και εφαρμόσει η κυβέρνηση για την αποσυμπίεση της αγοράς ακινήτων –όπως ο περιορισμός της «Χρυσής Βίζας», οι παρεμβάσεις στις βραχυχρόνιες μισθώσεις τύπου Airbnb και η νέα φάση του προγράμματος «Σπίτι μου»– η πραγματικότητα στο πεδίο δείχνει διαφορετική. Οι τιμές εξακολουθούν να ανεβαίνουν και η προσφορά διαθέσιμων κατοικιών συνεχίζει να μειώνεται, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα για τα ελληνικά νοικοκυριά, τα οποία βλέπουν πλέον την ιδιοκατοίκηση να απομακρύνεται ως επιλογή.
Στο κέντρο της Αθήνας, σύμφωνα με τα στοιχεία της Χρυσής Ευκαιρίας, η εικόνα της αγοράς ακινήτων είναι χαρακτηριστική, οι τιμές όχι μόνο δεν υποχωρούν, αλλά παρουσιάζουν αυξητική τάση σχεδόν σε όλες τις κατηγορίες. Η μέση τιμή πώλησης για μικρά διαμερίσματα έως 80 τετραγωνικά μέτρα έφτασε τα 2.591 ευρώ ανά τετραγωνικό, αυξημένη κατά 8,3% σε σύγκριση με το πρώτο εξάμηνο του 2024. Στα μεσαία διαμερίσματα, επιφάνειας από 81 έως 120 τετραγωνικά, η μέση τιμή διαμορφώθηκε στα 2.641 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, σημειώνοντας αύξηση 5%, ενώ στα μεγάλα ακίνητα άνω των 121 τετραγωνικών μέτρων, η τιμή αγγίζει πλέον τα 2.959 ευρώ ανά τετραγωνικό, με ετήσια άνοδο 3,1%. Ταυτόχρονα, η διαθεσιμότητα μειώνεται δραστικά, το απόθεμα πωλήσεων συρρικνώθηκε κατά 9,4% στα μικρά διαμερίσματα, 11,3% στα μεσαία και 17,8% στα μεγάλα.
Η ίδια τάση επικρατεί και στην αγορά ενοικίων. Οι ζητούμενες τιμές συνεχίζουν να ανεβαίνουν με γρήγορους ρυθμούς, την ώρα που η προσφορά περιορίζεται. Το ενοίκιο για μια κατοικία έως 80 τετραγωνικά στο κέντρο ανέρχεται πλέον στα 11,66 ευρώ ανά τετραγωνικό, αυξημένο κατά 11,7% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Στα μεσαία ακίνητα, το μέσο ενοίκιο φτάνει τα 10,10 ευρώ ανά τετραγωνικό, με ετήσια αύξηση 8,9%, ενώ για τις μεγάλες κατοικίες άνω των 121 τετραγωνικών, οι ζητούμενες τιμές διαμορφώνονται στα 11,98 ευρώ ανά τετραγωνικό, τιμή που συνιστά την υψηλότερη μέση καταγραφή στην πρωτεύουσα.
Στον Πειραιά, η εικόνα είναι μικτή αλλά εξίσου ενδεικτική της πίεσης που ασκείται στην αγορά. Η προσφορά κατοικιών προς πώληση μειώθηκε σημαντικά, με τα μικρά διαμερίσματα να υποχωρούν κατά 18,3% και τα ακίνητα 81–120 τετραγωνικών να καταγράφουν μείωση 21,2%. Αν και οι τιμές πώλησης παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητες, με μέσο όρο τα 2.621 ευρώ ανά τετραγωνικό, η ζήτηση παραμένει υψηλή, ιδίως σε περιοχές κοντά στο λιμάνι και τους σταθμούς του μετρό.
Αντιστρόφως, στην αγορά ενοικίων του Πειραιά καταγράφεται άνοδος του αποθέματος, ιδιαίτερα στις μικρές και μεσαίες κατοικίες. Η προσφορά αυξήθηκε κατά 18,7% για διαμερίσματα έως 80 τετραγωνικά και κατά 5,5% για ακίνητα 81–120 τετραγωνικών. Η μέση τιμή ενοικίασης στα μικρά ακίνητα ανέρχεται πλέον στα 11,08 ευρώ ανά τετραγωνικό, αυξημένη κατά 11,8%, ενώ στα μεσαία φτάνει τα 8,99 ευρώ, με άνοδο 6,8%. Μοναδική εξαίρεση αποτελούν τα μεγάλα διαμερίσματα, όπου η προσφορά μειώθηκε κατά 31,2% και οι τιμές κατέγραψαν πτώση 3,9%, στα 8,16 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο.
Απόλυτος κυρίαρχος της ακρίβειας εξακολουθούν να είναι τα Νότια Προάστια, που διατηρούν τα σκήπτρα της πιο ακριβής περιοχής της πρωτεύουσας τόσο στις πωλήσεις όσο και στις ενοικιάσεις. Η έντονη οικοδομική δραστηριότητα των προηγούμενων ετών, ιδιαίτερα πριν από την κατάργηση των πολεοδομικών μπόνους του ΝΟΚ, αύξησε το διαθέσιμο απόθεμα σε περιοχές όπως η Γλυφάδα, όπου τα διαθέσιμα διαμερίσματα αυξήθηκαν κατά 13,6%, με εντυπωσιακή άνοδο 20,5% στην κατηγορία των 81–120 τετραγωνικών. Στον Άλιμο, το απόθεμα κατοικιών αυξήθηκε κατά 16,2%, ενώ στο Ελληνικό –όπου προχωρά η μεγάλη επένδυση της Lamda Development– η αύξηση ήταν πιο συγκρατημένη, της τάξης του 2,4%. Στη Βούλα, αντίθετα, παρατηρήθηκε μείωση αποθέματος κατά 7,6%, ένδειξη ότι οι υψηλές τιμές και η κορεσμένη δόμηση διατηρούν την περιοχή στο επίκεντρο της ζήτησης.
Η γενική εικόνα στην Αττική συνθέτει ένα σκηνικό παρατεταμένης πίεσης, όπου η προσφορά υποχωρεί, η ζήτηση διατηρείται ισχυρή και οι τιμές, παρά τις παρεμβάσεις, συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία. Οι Έλληνες αγοραστές και ενοικιαστές βρίσκονται όλο και πιο συχνά αντιμέτωποι με ένα περιβάλλον υψηλού ανταγωνισμού και μειωμένων επιλογών, την ώρα που επενδυτές και ξένοι αγοραστές συνεχίζουν να βλέπουν την Αθήνα ως αγορά με προοπτικές. Η διαρκής σύγκρουση αυτών των δύο κόσμων –του εγχώριου νοικοκυριού και του διεθνούς κεφαλαίου– φαίνεται πως θα κρίνει και την επόμενη ημέρα της ελληνικής κατοικίας.
Πηγή: www.newsit.gr