Ανιστόρητοι και προκλητικοί ισχυρισμοί από τον πρέσβη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε απαντητική του επιστολή στην Αφροδίτη Λατινοπούλου, μετά τις δηλώσεις που έκανε η Πρόεδρος της «Φωνής Λογικής» για την 19η Μαΐου και τα 353.000 θύματα της γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού.
Ο Τούρκος πρέσβης επιτίθεται στην επικεφαλής του κόμματος «Φωνή Λογικής», Αφροδίτη Λατινοπούλου και προβάλλοντας αβάσιμους ισχυρισμούς περί ελληνικού εθνικισμού, κατηγορεί την Ελλάδα ότι το 1919 ενεπλάκη σε μία βίαιη εκστρατεία εισβολής στην Ανατολία.
Η επισήμανση της Προέδρου της «Φωνής Λογικής», ότι «το τουρκικό κράτος, ουδέποτε ζήτησε συγγνώμη, ουδέποτε μετανόησε, και συνεχίζει ανοιχτά να απειλεί την εθνική μας κυριαρχία», φαίνεται ότι ενόχλησε ιδιαίτερα την Άγκυρα, η οποία – μέσω επιστολής του επικεφαλής της Μόνιμης Αντιπροσωπείας της Τουρκίας στην ΕΕ, πρέσβη Φαρούκ Καϊμακτσί – επιχειρεί ούτε λίγο ούτε πολύ να ξαναγράψει την ιστορία και να αποδώσει τα γεγονότα της εποχής σε «εισβολή του ελληνικού στρατού στην Ανατολία και την υποστήριξη από τις δυνάμεις της Αντάντ, τοπικών ελληνικών τρομοκρατικών ομάδων και αντάρτικων στρατευμάτων…»!
Ο Καϊμακτσί στην επιστολή του μιλά ακόμα για θηριωδίες που – δήθεν – διέπραξε «ο εισβολέας ελληνικός στρατός και οι τοπικές τους πέμπτες φάλαγγες»!
Αναλυτικά στην επιστολή που απέστειλε στην Αφροδίτη Λατινοπούλου ο Τούρκος πρέσβης αναφέρει:
«Αξιότιμο Μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,
Σας γράφω για να εκφράσω την απογοήτευσή μας για τις δηλώσεις σας που αποσκοπούσαν στην διαστρέβλωση ιστορικών γεγονότων σχετικά με τον Τουρκικό Πόλεμο Ανεξαρτησίας για εσωτερικούς πολιτικούς σκοπούς, και να μοιραστώ ορισμένα γεγονότα για εκείνη την περίοδο, αν ενδιαφέρεστε να αντιμετωπίσετε την αλήθεια.
Η λεγόμενη ”Γενοκτονία των Ποντίων Ελλήνων” είναι μία θρασύτατη κατηγορία που δεν έχει καμία βάση ούτε στην ιστορία ούτε στο διεθνές δίκαιο.
Όπως πρέπει να γνωρίζετε καλά, ο ελληνικός στρατός προέβη στην εισβολή στη δυτική Ανατολία, εκμεταλλευόμενος την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ξεκινώντας από τις 15 Μαΐου 1919 με την υποκίνηση και την ενεργό υποστήριξη των δυνάμεων της Αντάντ, και τοπικές ελληνικές ομάδες τρομοκρατίας και αντάρτικα στρατεύματα, που σχηματίστηκαν, προκλήθηκαν και οπλίστηκαν από την Ελλάδα και τις δυνάμεις της Αντάντ, ξεκίνησαν μια αποτρόπαια εκστρατεία εθνοκάθαρσης ενάντια στον τουρκικό πολιτικό πληθυσμό στην περιοχή της τουρκικής ακτής της Μαύρης Θάλασσας με σκοπό τη δημιουργία ενός εθνοτικού ”Ποντιακού-Ελληνικού κράτους”.
Κατά τη διάρκεια της εισβολής που διήρκεσε μέχρι τη θριαμβευτική νίκη των τουρκικών δυνάμεων στα τέλη του 1922, ο ελληνικός στρατός και οι τοπικοί Έλληνες αντάρτες και ληστές διέπραξαν απίστευτα εγκλήματα ενάντια στον τουρκικό πολιτικό πληθυσμό στις περιοχές υπό κατοχή.
Λαμβάνοντας υπόψη τις ανησυχητικές αναφορές για θηριωδίες που διέπραξαν ο εισβολέας ελληνικός στρατός και οι τοπικές τους πέμπτες φάλαγγες, οι δυνάμεις της Αντάντ υποχρεώθηκαν να ερευνήσουν αυτά τα πολεμικά εγκλήματα ιδρύοντας μία ”Επιτροπή Έρευνας”. Η Επιτροπή αναγκάστηκε να παραδεχθεί στην έκθεσή της ότι η ελληνική κατοχή, η οποία είχε δημιουργήσει μία σκηνή ωμότητας, είχε μετατραπεί σε μια ντροπιαστική εισβολή.
Οι θηριωδίες καταγράφηκαν τελικά στη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923, η οποία υπογράφηκε μετά την νικηφόρα ολοκλήρωση του Τουρκικού Πολέμου Ανεξαρτησίας.
Το άρθρο 59 της Συνθήκης καθιέρωσε ότι οι πράξεις του ελληνικού στρατού στην Ανατολία παραβίασαν τους νόμους του πολέμου και υποχρέωσε την Ελλάδα να πληρώσει αποζημιώσεις γι’ αυτά. Με λίγα λόγια, αντίθετα με τις αβάσιμες ισχυρισμούς του ελληνικού εθνικισμού, ήταν η ίδια η Ελλάδα που ενεπλάκη σε μια βίαιη εκστρατεία εισβολής στην Ανατολία, διέπραξε απίστευτες θηριωδίες ενάντια στον τουρκικό πολιτικό πληθυσμό, και τελικά παραδέχτηκε τα εγκλήματά της και υποχρεώθηκε να αποζημιώσει βάσει της Συνθήκης της Λωζάνης.
Στην επόμενη περίοδο, η Τουρκία και η Ελλάδα αποφάσισαν να αφήσουν στην άκρη την εχθρότητα και ξεκίνησαν να καλλιεργούν καλές γειτονικές σχέσεις.
Η υποψηφιότητα του Ατατούρκ για το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1934 από τον τότε Πρωθυπουργό της Ελλάδας, Βενιζέλο (ο οποίος είχε επίσης υπάρξει Πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια της ελληνικής κατοχής) αποτελεί σαφή μαρτυρία αυτού του γεγονότος. Τα ιστορικά γεγονότα δεν μπορούν να αλλάξουν από πολιτική χειραγώγηση. Ούτε πρέπει να ξαναγραφτούν για να εξυπηρετήσουν κάποιες στενόμυαλες λαϊκιστικές ατζέντες.
Οι προσπάθειες να προκληθεί εχθρότητα από την ιστορία δεν θα φέρουν τίποτα καλό πέρα από την υποκίνηση σύγκρουσης και μίσους μεταξύ λαών και χωρών. Τα ιστορικά επεισόδια, συμπεριλαμβανομένων των αμφιλεγόμενων, θα πρέπει να αποτελούν αντικείμενο μιας ψύχραιμης μελέτης από μελετητές και ιστορικούς, όχι από πολιτικούς ή προπαγανδιστές.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα ήθελα επίσης να υπενθυμίσω ότι η ”γενοκτονία” δεν είναι μία γενική λέξη, αλλά ένας νομικός όρος που ορίζει το σοβαρότερο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και πρέπει να χρησιμοποιείται με υπευθυνότητα. Σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης του 1948 για τη Γενοκτονία, υπάρχουν συγκεκριμένες απαιτήσεις και κριτήρια για να καθοριστεί αν συνέβη γενοκτονία (συγκεκριμένα στοιχεία, πρόθεση καταστροφής και απόφαση από αρμόδιο δικαστήριο) και κανένα από αυτά δεν ισχύει για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά την αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η κοινή λογική και η σοφία πρέπει να επικρατήσουν για να διατηρηθεί η θετική δυναμική στις σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας καθώς και η δημοκρατική αξιοπιστία και το κύρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αποτρέποντας τέτοια διαστρέβλωση της ιστορίας να επαναληφθεί μια και καλή. Ο Ατατούρκ και ο Βενιζέλος ήδη έθεσαν το ηθικό πρότυπο και έναν δρόμο προς τα εμπρός για να ακολουθηθεί σε αυτό το πλαίσιο».
Πηγή: www.newsit.gr